Οι περιστάσεις, το γεγονός ότι ήμασταν και οι δυο έγγαμοι και επίσης το ότι δεν ήθελα να μπλέξω δεν επέτρεψαν να δημιουργηθεί κατάσταση. Οι σχέσεις μας τυπικές ως ψυχρές θα έλεγα. Ο καιρός περνούσε και το φλερτ γινόταν όλο και πιο επίμονο, καθημερινό, μέρος της ζωής μου. Η αλήθεια είναι πώς μου άρεσε ως άνδρας, μου ανέβαζε τη λίμπιντο και κυρίως την θηλυκότητα μου. Λόγω του ότι γνώριζε τον άνδρα μου, βρισκόμασταν και σε κοινές παρέες, τρώγαμε πολλές φορές μαζί, άλλες πάλι και σε καφέ τα βράδια. Αυτό μας έφερνε πιο κοντά, ενώ το φλερτ του συνεχές. Τον σκεφτόμουν ακόμη και μόνη τα βράδια.
Ο άντρας μου δε μπορούσε να με ικανοποιήσει πλέον, όχι τόσο βιολογικά, όσο εγκεφαλικά και για αυτό έβρισκα ηδονή στο cyber και στα διάφορα chat.Αυτή ήταν μια σκληρή αλήθεια, καθώς περισσότερο νοιαζόταν για την δική του σεξουαλική ολοκλήρωση παρά για το πως ένιωθα εγώ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ενώ εκείνος έμπαινε μέσα μου, εγώ σκεφτόμουν: ” Χύσε να τελειώνουμε επιτέλους”.
Και με όλα αυτά και με τον καιρό να περνάει ανταλλάξαμε τηλέφωνα, κοντά 10 μήνες μετά τις πρώτες μας κουβέντες, και κανονίσαμε να βρεθούμε σε καλύτερο περιβάλλον με την πρώτη ευκαιρία που θα μπορούμε και οι δύο. Κάτι που έγινε και το ραντεβού κλείστηκε. Φόρεσα κολλητό, μαύρο, κοντό φορεματάκι που τόνιζε το σώμα μου με τις ωραίες καμπύλες, καλσόν μαύρο αδιαφανές βαψιματάκι grand και αποκορύφωμα οι μαύρες γόβες μου.
Πήγαμε σε ένα ήσυχο μέρος στην Νέα Κρήνη . Το ραντεβού κύλισε στην αρχή μάλλον βαρετά, με τις γνωστές αμήχανες κουβέντες περί γάμου, δουλειάς και διαβίωσης με χιουμοριστικές παρενθέσεις. Ωστόσο τα βλέμματα και η γλώσσα του σώματος έδειχναν ότι βασανιζόμασταν από καύλα. Σε κάποια φάση η συζήτηση στράφηκε και στο σεξουαλικό κομμάτι. Τι κάνουμε με τους συντρόφους μας αλλά και χωρίς αυτούς.
Η αλήθεια είναι πως είχα καυλώσει και το μουνί μου έσταζε και ξεχείλιζε από τα υγρά του. Τα βυζιά μου είχαν φουσκώσει και οι ρώγες μου είχαν σκληρύνει και διαγράφονταν πάνω από φόρεμα μου. Πραγματικά είχα ανάψει.
Δυστυχώς η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγουμε (επιστροφή στη σκληρή πραγματικότητα). Τελειώσαμε τα δεύτερα ή τρίτα ποτάκια μας και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, για να με αφήσει κάπου 1000 μέτρα μακρυά από το σπίτι μου, σε ένα σχετικά απόμερο μέρος.
Στο δρόμο της επιστροφής, τα βλέμματα μας έβγαζαν φωτιές. Ευτυχώς φτάσαμε στο απόμερο σημείο που με είχε πάρει όταν ξεκίνησε η έξοδος μας.
– Πρέπει να φύγω όσο και αν δεν θέλω, έχω αργήσει, είπα.
– Μη φύγεις μωρό μου, πάμε λίγο στο πίσω κάθισμα να σε απολαύσω δέκα λεπτάκια ακόμη.
Αφού το σκέφτηκα ελάχιστα, συμφώνησα και μεταφερθήκαμε στο πίσω κάθισμα για να έχουμε μια σχετική άνεση. Άρχισε να με φιλάει στο στόμα, στο λαιμό, στις βυζάρες μου που αμέσως βρέθηκαν έξω από το φόρεμα. Πιπιλούσε τις σκούρες θηλές μου που είχαν πεταχτεί σαν πρόκες. Μου χάιδευε τα κωλομέρια, τα μπούτια τα βυζιά ενώ η γλώσσα του δούλευε ακατάπαυστα.
– Δεν θέλω να το κάνουμε στο πρώτο ραντεβού, δεν το συνηθίζω, είπα.
– Εντάξει, δε θα γίνει κάτι που δε θες… απάντησε.
Και συνέχισε να με βασανίζει μέχρι που έχωσε το χέρι του κάτω από το φόρεμα για να μου χαϊδέψει την μουνάρα μου παραμερίζοντας το κιλοτάκι μου. Τα δάχτυλα του άρχισαν να παίζουν με τα φουσκωμένα μουνόχειλα μου και την παχιά μου κλειτορίδα. Το μουνί μου είχε πλημμυρίσει και τα υγρά μου έτρεχαν και κυλούσαν ακατάπαυστα λεκιάζοντας το κάθισμα. Το στόμα του είχε κολλήσει στις βυζάρες μου και τα δάχτυλα του είχαν ανοίξει τα μουνόχειλα και είχαν χωθεί μέσα μου. Η καύλα μου είχε βαρέσει κόκκινο, μούγκριζα και βογκούσα.
– Καυλιάρη, τι μου κάνεις; Το μουνί μου καίει!
– Έτσι καύλα μου, να καίει η καυτή μουνάρα σου για μένα!
Έβγαλε την πούτσα του, και μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω.
– Τι πούτσα είναι αυτή… Την πήρα στο στόμα μου. Άρχισα να την ρουφάω. Εκείνος συνέχιζε να παίζει με τη μουνάρα μου ενώ με έχωνε και δάχτυλο στην αφράτη και καλοξυρισμένη μουνάρα μου.
Μου έκοψε την πίπα και με γύρισε ανάσκελα και άρχισε να ρουφάει το μουνί μου ενώ είχα χώσει μέσα δυο δάκτυλα. Ήταν μια οπτασία καύλας. Πήρε την πούτσα του και άρχισε να την τρίβει στην μουνάρα μου.
– Γαμιόλη τι μου έχεις κάνει; Χωσ’ τη μου γαμιά μου, ξέσκισε με την πουτάνα σου…
γρύλισά με καυλιάρικη φωνή.
– Είδες καυλιάρα μου; Δε σου κάνω τίποτα που δεν θέλεις.
Άρχισα να παρακαλάω να την γαμήσω, να ικετεύω σαν την τελευταία σκύλα του δρόμου.
– Γάμησε με επιτέλους, γάμα την πόρνη σου! Αλλά να ξέρεις ότι δεν χύνω εύκολα…
Τον ένιωσα να προσπαθει να βάλει δάχτυλο στον κωλο μου.
– Πούστη την κωλάρα μου θέλεις! Γάμα τη, δική σου, αλλά χωσ’ τη μου, χωσ’ τη μου όπου θες!
Άρχισε να την χώνει μέσα στην κωλάρα μου, σιγά-σιγά.. μέχρι να μπει όλη μέσα και άρχισε να μπαινοβγαίνει στον κώλο μου αργά στην αρχή και μετά πιο γρήγορα, ενώ χάιδευε τη μουνάρα μου.
Άρχισα να χύνω σαν βρύση. Έχυνα ασταμάτητα και ατελείωτα και τα ζουμιά μου γέμιζαν το χέρι του.
– Τι γαμιάς είσαι εσύ αγόρι μου! Καυλιάρη μου… χύνω… τι μου έχεις κάνει καριόλη; Γάμα την πουτάνα σου, τη γαμιόλα σου! Συνέχεια την πούτσα σου θέλω! Θα αδειάσω η πουτάνα, καίει ο κώλος μου δεν αντέχω άλλο…
Την έβγαλε από τον κώλο μου και τον έχωσε στο μουνί μου, λέγοντας μου.
– Δεν θα αντέξω πολύ ακόμη πουτάνα θα χύσω… που τα θες;
– Μέσα στο μουνί μου χύσε… δώστα μου όλα, ξεχείλισε το με τα χύσια σου.
Τον έβγαλε από το μουνί και τον ξαναέχωσε στον κώλο και μετά πάλι στο μουνί και ξανά κώλο μουνί εναλλάξ. Μέχρι που δεν άντεξε άλλο και έγινε η έκρηξη της πούτσας του μέσα στο μουνί μου. Τον έβγαλε και μια ριπή σπέρματος έφτασε πάνω στα βυζιά μου και στο φόρεμα μου. Τον ξαναέχωσε στο μουνί μου και ένιωθα τα αρχίδια του να αδειάζουν. Συνέχισε να χύνει και τα χύσια έτρεχαν πάνω στα μουνόχειλα μου.
Είχε χάσει τον κόσμο, από τη ηδονή. Πέρασε κανένα δίλεπτο μέχρι να συνέλθουμε και οι δύο. Απίστευτο. Ίσως το καλύτερο γαμήσι της ζωής μας, αν και ακολούθησαν και άλλα για κάποιους μήνες. Λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Τέλος πάντων όλα τα ωραία έχουν και ένα τέλος. Τα δέκα λεπτά είχαν γίνει πενήντα, οπότε τα μαζέψαμε γρήγορα-γρήγορα και φύγαμε για τα σπίτια μας.