Μαρία Καβογιάννη: «Η δουλειά του ηθοποιού θα έπρεπε να υπάγεται στα βαρέα και ανθυγιεινά»

Μαρία Καβογιάννη: «Η δουλειά του ηθοποιού θα έπρεπε να υπάγεται στα βαρέα και ανθυγιεινά»

Η Ασπασία στο «Ντόλτσε Βίτα» και η Κορίνα στα «Εγκλήματα», η αγαπημένη ηθοποιός Μαρία Καβογιάννη, είναι μια ήρεμη γυναίκα με πολύ χιούμορ και με μία τάση ενδοσκόπησης των πραγμάτων. Αυτή είναι η ζωή της όλη σε μία συνέντευξη.

Δεν συναντάς συχνά καλλιτέχνες, δημοφιλείς όσο η Μαρία Καβογιάννη, που να κατοικούν ακόμη στην ίδια γειτονιά και στο ίδιο σπίτι, που έχουν γεννηθεί. Η δική της γειτονιά, στην περιοχή του Βύρωνα, μοιάζει με έναν ολάνθιστο κήπο και σου δίνει μία περίεργη αίσθηση χωριού μέσα στο οικείο αστικό περιβάλλον.

Από την πρώτη επαφή μας γι’ αυτή τη συνέντευξη, συνειδητοποίησα πως θα’χω να κάνω μ’ έναν ιδιαίτερα απλό άνθρωπο – καμία σχέση με τηλεοπτικά σταριλίκια, που κι αυτά μέρος του «παιχνιδιού» είναι. Δεν θα ξεχάσω που μου τηλεφώνησε η ίδια τη δεύτερη φορά για να οριζόταν το ραντεβού μας. «Η Μαρία είμαι» ακούω μια φωνή. «Ποια Μαρία;»…«Η Καβογιάννη, καλέ, ξύπνα»…

Βρεθήκαμε έτσι να μιλάμε για ένα δίωρο στον προσωπικό της χώρο, που είναι γεμάτος από πίνακες ζωγραφικής, γουστόζικα έπιπλα, γλυπτά του συζύγου της και πολλά φυτά. Η συζήτηση μας τα είχε όλα, όπως θα διαπιστώσετε: Τα παιδικά της χρόνια, τις σπουδές αρχικά στην ΑΣΟΕΕ και κατόπιν στο Θέατρο Τέχνης, τους γονείς της, την εμπλοκή της με την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, τον πρώτο της μεγάλο ρόλο στο «Ντόλτσε Βίτα», την άποψη της για τις σημερινές τηλεοπτικές σειρές, την πολιτική, ορισμένες μεταφυσικές ανησυχίες και, βέβαια, τις πρόβες της για το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή που σκηνοθετεί αυτόν τον καιρό ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και που θα κάνει πρεμιέρα το Σάββατο, 10 Οκτωβρίου του 2020, στο θέατρο «Παλλάς».

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Σας συναντώ στον Βύρωνα, εσάς, γέννημα – θρέμμα Βυρωνιώτισσα. Πως και δεν νιώσατε την ανάγκη να αλλάξετε περιοχή μέσα στα χρόνια;

Εδώ μεγάλωσα, εδώ γεννήθηκα, εδώ έζησα όλα μου τα χρόνια, εδώ έχω τις αναμνήσεις μου και εδώ, ξέρετε, είναι η γειτονιά με τα ιδιόκτητα σπίτια της, ίδια από πάντα. Οι μεγάλοι έχουν «φύγει» και μένουν πια τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους.

Ακούγεται σαν να γερνάτε κι εσείς μαζί με τη γειτονιά σας.

Έτσι ακριβώς! Η περιοχή ανανεώνεται, δεν γερνάει και πολύ, αφού έρχονται νέοι άνθρωποι.

Ωστόσο, το τετράγωνο που μένετε σαν να’ναι παράταιρο μέσα στη σύγχρονη δόμηση. 

Είναι αλήθεια. Τώρα είναι πεζόδρομος, αλλά πολύ παλιά ήταν χωματόδρομος. Εδώ έξω παίζαμε μικρά τα γνωστά, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα.

Θα σχολιάσω και τα έπιπλα σας. Είναι εποχής, σαν να έχουν μείνει από εκείνα τα χρόνια.

Τα πήρα επί τούτου, εποχής, όχι ότι είναι αυτά που είχαμε από τότε.

Και οι πολλές προτομές που βλέπω; 

Ο Πέτρος, ο άντρας μου, είναι γλύπτης κι έχει κάνει διάφορα που τα’χουμε μες το σπίτι.

Πείτε μου μερικές μνήμες από την παιδική ηλικία σας.

Οι γονείς μου ήταν φιλότεχνοι. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα, αλλά ήταν και ζωγράφος. Είχε πάει στη σχολή Καλών Τεχνών. Ο πατέρας μου ήταν λογιστής, αλλά του άρεσε πολύ ο κινηματογράφος. Μεγάλος σινεφίλ! Τα παιδικά μας χρόνια τα’χουμε καταγράψει σε φιλμάκια, αφού είχε μηχανή super 8.

Όπως γινόταν στις αμερικανικές οικογένειες.

Ακριβώς! Να προσθέσω ότι η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, ήταν κι αυτή δασκάλα και της άρεσε πάρα πολύ το θέατρο. Ήθελε πολύ να γίνω ηθοποιός η γιαγιά, αλλά εγώ δεν είχα καμία τέτοια βλέψη.

Ήσασταν δηλαδή συνεσταλμένη σαν κορίτσι;

Ναι, ήμουν αρκετά…Μετά συνήλθα λίγο.

Συνήθως οι ηθοποιοί είστε κλειστά άτομα που το λύνετε αυτό με το θέατρο.

Μα δεν είναι ψυχοθεραπεία η επαφή με πολλούς ανθρώπους; Από τη σχολή γνωρίζεις καινούργιες παρέες, νέα παιδιά, αποκτάς εμπειρίες. Μοιραία γίνεσαι πιο κοινωνικός, δε γίνεται αλλιώς.

Κι εσείς ειδικά είχατε φτιάξει μια καλή παρέα στου Κουν. Κάνατε άλλες σπουδές, όμως, στην αρχή.

Σπούδασα πρώτα ΑΣΟΕΕ, οικονομικά, μετά παιδαγωγικά και στο τέλος ακολούθησα το Θέατρο Τέχνης. Τα’χω ξαναπεί, αν δεν σας πειράζει.

Καθόλου δεν με πειράζει.

Μετά την ΑΣΟΕΕ, θέλησα να σπουδάσω Ιστορία Τέχνης, αυτό μ’ ενδιέφερε. Πήγα καθαρά για θεωρητική κατάρτιση, ε και παρασύρθηκα. Άρχισε να μ’ αρέσει να παίζω, διότι πιστεύω πως οι ηθοποιοί και γενικά οι καλλιτέχνες έχουν μία παιδική διάθεση. Η υποκριτική που ασκούμε είναι μία παράταση της παιδικής ηλικίας, μία επανάληψη όλων αυτών που κάναμε παιδάκια, που παίζαμε στις αυλές ή που βλέπαμε σινεμά και μετά υποδυόμασταν διάφορους χαρακτήρες. Είναι σαν να μην έφυγε όλο αυτό απ’ τις ψυχές μας.

Μιλάτε μάλλον αυστηρά υποκειμενικά, γιατί ένας ηθοποιός – ως γνωστόν – θέλει και να ξεχωρίζει, έχει και το «ψώνιο» μέσα του με την καλή έννοια.

Εμένα απ’ αυτό το χώρο μου αρέσει ότι σας είπα πριν. Σε κάθε καινούργια συνεργασία που γίνεται, όπως τώρα που κάνουμε πρόβες στο θέατρο, διακρίνω μία διάθεση παιχνιδιού. Είναι ένα παιχνίδι για μένα, τελείως όμως.

Κι όταν ένας καλλιτέχνης περνάει τα ζόρια του;

Τα βλέπω τα ζόρια, φυσικά, πάρα πολλά! Υπάρχουν καταθλίψεις, αυτοκαταστροφικές τάσεις…

Εδώ τώρα μιλάτε αντικειμενικά. Σας βλέπω να είστε «υγιής» εσείς.

Εντάξει, ναι, ας πούμε ότι έχω ένα «υγιές» background εγώ. Δηλαδή δεν το’χω δει ότι πρέπει σώνει και καλά να ξεχωρίσεις μέσα απ’ την υποκριτική. Πιστεύω πάρα πολύ στην ομάδα, πιστεύοντας στην ισότητα των ανθρώπων. Όταν αναλαμβάνεις να βγάλεις ένα έργο είσαι μαζί με μια ομάδα ανθρώπων, δεν είσαι μόνος σου. Πολύ βασικό!

Μην το λέτε, αρκετοί καλλιτέχνες του δικού σας διαμετρήματος, γνωστοί και δημοφιλείς, το’χουν λίγο ξεχάσει αυτό.

Δεν ξέρω, πάντως οι δικοί μου φίλοι, αυτοί που συναναστρέφομαι, έχουν την ίδια άποψη. Μάλλον γι’ αυτό κάνουμε και παρέα (γέλια)

Είστε ήρεμος άνθρωπος, κυρία Καβογιάννη;

(σκέφτεται) Χμμ, δεν είμαι σίγουρη…Τι εννοείτε ακριβώς ήρεμος άνθρωπος;

Αν είστε των εντάσεων, αν τσακώνεστε…

Εξαρτάται την περίπτωση. Αν είναι κάτι πάρα πολύ κραυγαλέο, φυσικά θα υπάρξει μία αντίδραση. Γενικά, όμως, είμαι ήρεμη. Ούτε νευρωτική είμαι, να παθαίνω υστερίες και τέτοια, μπορεί όμως να με πιάσουν τα καταθλιπτικά μου. Υπάρχουν περίοδοι που νιώθω κατάθλιψη, μοναξιά, αλλά μετά συνέρχομαι.

Νιώθετε μοναξιά εσείς που περιβάλλεστε από τόσο κόσμο;

Ίσως δεν την εννοώ τη μοναξιά σε προσωπικό επίπεδο. Κάθε άνθρωπος, οτιδήποτε κι αν κάνει, μπορεί να νιώσει έτσι.

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Έχετε ταυτιστεί με την κωμωδία, έχετε παίξει όμως και δραματικούς ρόλους με μεγάλη επιτυχία.

Σας ευχαριστώ!

Η ερώτηση μου είναι αν όσα έχετε κάνει μέχρι τώρα βήμα – βήμα, αντικατοπτρίζουν και την ψυχοσύνθεση σας.

Νομίζω, ναι. Η προσωπικότητα είναι μια σφραγίδα του κάθε ανθρώπου που ασχολείται με την τέχνη, είτε είναι ζωγράφος, είτε μουσικός, είτε ηθοποιός. Υπάρχει η προσωπική πινελιά και ματιά, γι’ αυτό και καταλαβαίνεις αν ένας πίνακας είναι του Τσαρούχη ή του Μόραλη. Κάθε καλλιτέχνης οφείλει να’χει ένα στίγμα να δώσει.

Η δημοφιλία έχει να κάνει με το «στίγμα»; Μιλάω με μία πολύ κοσμαγάπητη καλλιτέχνιδα.

Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο η ενασχόληση μου με την κωμωδία, εφόσον οι άνθρωποι ταυτίζονται πολύ μαζί της. Μου λένε, ας πούμε, «Αχ, τι ωραία που πέρασα μαζί σας»! Η κωμωδία μας χαρίζει σαφώς μια μεγαλύτερη οικειότητα με τον κόσμο.

Είχατε και την τύχη να μην ταυτιστείτε με έναν συγκεκριμένο κωμικό ρόλο. Ειδικά στην τηλεόραση, κάνατε τον ένα ρόλο σας πιο επιτυχημένο απ’ τον προηγούμενο.

Και μένα, ωστόσο, μ’ έχουν ταυτίσει πολύ με την Κορίνα ή την Ασπασία. Το θεωρώ φυσιολογικό και πάρα πολύ καλό, δεν δυσανασχετώ καθόλου, ίσα – ίσα! Είναι κάποια έργα που είχαν πολύ μεγάλη απήχηση και δεν υπάρχει κανένα παράδοξο στο ότι οι ρόλοι αυτοί έχουν «γράψει» στη συνείδηση του κόσμου.

Το «πάρα πολύ καλό», που λέτε, εγώ θα το επισήμαινα στο ότι ανακαλύπτεστε από παιδιά 20 ετών που γεννιόντουσαν όταν παίζονταν τα σήριαλ αυτά.

Ναι, ισχύει. Ανέκαθεν συνέβαινε, όλοι γνωρίσαμε και αγαπήσαμε εκ των υστέρων ηθοποιούς που είχαν ήδη ωριμάσει ή, ακόμη, είχαν «φύγει».

Ένα άλλο παράδοξο είναι ότι εσείς ξεκινήσατε από’να τηλεπαιχνίδι.

Α, που το ξέρετε αυτό; Ήταν οι «Τηλεμπλόφες», το ’89, όταν πρωτοξεκίνησε το MEGA CHANNEL.

Και δεν ήσασταν νεούδι. Είχαν περάσει κάποια χρόνια. Πιθανώς η διδασκαλία να μην σας άφησε να εμφανιστείτε νωρίτερα.

Ήταν κι αυτό, αλλά δεν με περιόριζε ιδιαίτερα. Η αλήθεια είναι, όμως, όπως τα λέτε. Στο χώρο αυτό μπήκα κάπως πιο αργά. Ασχολούμουν με άλλα πράγματα. Υπήρχε τότε στο ραδιόφωνο η εκπομπή «Τα κακά παιδιά» και αυτοί, που ήταν φίλοι μου, με πρότειναν γι’ αυτό το τηλεπαιχνίδι.

Πως ήταν τα χρόνια των σπουδών στο Τέχνης;

Πολύ δημιουργικά! Εκεί γνώρισα όλους τους μετέπειτα φίλους μου. Ζούσε ακόμη ο Κουν, ήμασταν η τελευταία του τάξη.

Ήταν εν ενεργεία;

Δεν δίδασκε στη σχολή, δεν μας έκανε μάθημα, αλλά ανέβαζε παραστάσεις, την «Ηλέκτρα», τον «Προμηθέα Δεσμώτη»…Εκεί ήμασταν οι μαθητές του κι αυτός ο δάσκαλος μας, κάτι πολύ σημαντικό! Βλέπαμε ένα ζωντανό μύθο, ένα φως που είχε και δεν ήταν τυχαίο.

Κι ένας άνθρωπος που δεν ήταν «εύκολος», λέγανε.

Η αλήθεια είναι αυτή, αλλά εγώ τουλάχιστον – ειλικρινά – γνώρισα έναν πολύ γλυκό άνθρωπο.

Δεν έμοιαζε, π.χ., σαν ξεδοντιασμένο λιοντάρι.

Όχι, ήταν πολύ γλυκός και πολύ δοτικός με τους νέους ανθρώπους. Ήθελε να τους γνωρίζει σε βάθος και να τους δίνει ευκαιρίες. Από κει, από τότε, γνώρισα όλους τους φίλους μου, όπως σας είπα, με τους οποίους λέγαμε ότι κάποτε θα κάνουμε κάτι όλοι μαζί, κυρίως θέατρο στην αρχή και μετά τηλεόραση, πολύ μετά όμως…

Τη σνομπάρατε την τηλεόραση;

Πολύ!

Που να’ξερες…

Που να’ξερα! (γέλια) Όσο για το τηλεπαιχνίδι που αναφέραμε, δεν είχε φυσικά σχέση με το θέατρο, ήταν απλά ένα παιχνίδι.

Μέσω του οποίου, όμως, είδατε πως δουλεύουν στην τηλεόραση.

Κι αυτό ισχύει. Η πρώτη σειρά που έπαιξα ήταν αργότερα, το «Ντόλτσε Βίτα». Ίσως είχα κάνει κάποια γκεστάκια, δε θυμάμαι όμως πότε και που ήταν. Με το «Ντόλτσε Βίτα» είχα αισθανθεί πολύ μεγάλη χαρά και άλλη τόση ανασφάλεια. Δεν ήξερα προς τα που θα με οδηγούσε όλο αυτό…Μ’ άρεσε πάρα πολύ το κείμενο και, μάλιστα, όταν μου το έφεραν, το βασικό ντουέτο ήταν η Χριστίνα με την πεθερά, τη γιαγιά. Τους είπα: «Μήπως έχετε κάνει λάθος; Η Ασπασία πρέπει να’ναι μια μεγάλη γυναίκα»…«Όχι» μου απάντησαν, «είναι μια νέα γυναίκα»!

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Είχατε και την τύχη να συνυπάρξετε με τη Μαρία Φωκά.

Τι γλυκιά γυναίκα! Αγωνίστρια της Αριστεράς, όπως θα γνωρίζετε, και απίστευτα συνεπής! Η συνέπεια της, αυτή η α λα παλαιά συνέπεια, δεν υπήρχε! Και με τα άλλα παιδιά, όμως, κάναμε στενή παρέα, με την Άννα, την Κατιάνα…Είχα μεγάλο άγχος, αλλά και μεγάλη υποστήριξη απ’ όλους αυτούς, τους πιο έμπειρους. Η Παναγιωτοπούλου με στήριξε πολύ, πάρα πολύ! Δημιουργήθηκε ένα τόσο θετικό κλίμα, που μπορούσες να εξελιχτείς μέσα του και, κυρίως, να χαρείς αυτό που κάνεις. Επειδή, λοιπόν, όλοι το χαιρόμασταν, γι’ αυτό πιστεύω πως η σειρά «τράβηξε» και «τραβάει» μέχρι σήμερα, κάτι που τότε δεν θα μπορούσαμε καν να το φανταστούμε. Δεν υπήρχαν τα νούμερα τηλεθέασης, δεν ακολουθούσαμε «συνταγές».

Παίρνετε κάποια χρήματα απ’ τις επαναλήψεις; Κοινότοπη ερώτηση…

Ελάχιστα, τίποτα σχεδόν. Εν αντιθέσει με το εξωτερικό, αυτά γίνονται στην Ελλάδα. Τα ξέρουμε. Υπογράφεις κιόλας ότι δεν έχεις δικαίωμα στα εισπρακτικά δικαιώματα μίας σειράς.

Σκέφτομαι ότι ο ρόλος της Ασπασίας θα σας ήταν οικείος. Μένατε- υποτίθεται- με μία οικογένεια κι εσείς ζούσατε ταυτόχρονα μία πραγματική οικογενειακή ζωή.

Σε αντίθεση, βέβαια, με την Κορίνα, που ήταν ένας ακραίος ρόλος, όπως ακραίοι ήταν και όλοι οι ρόλοι στα «Εγκλήματα». Η ωραία κωμωδία προέκυπτε, όμως, μέσα από την αθωότητα τους. Δεν υπήρχε τίποτα χυδαίο, το χιούμορ ήταν τόσο ειλικρινές και γνήσιο, γι’ αυτό και αθωωνόταν η ακρότητα των χαρακτήρων.

Έχετε παρατηρήσει μια συντηρητική τάση στη νέα ελληνική τηλεόραση; Ακόμη και τα δικά σας σήριαλ εν μέρει λογοκρίνονται σήμερα.

Α, ναι; Τι εννοείτε;

Τα ηχητικά μπιπ που μπαίνουν σε κακές λέξεις. 

Έτσι που μου το λέτε, πρόκειται για συντηρητισμό. Μπορεί να υπάρχει αυτό γενικά, όμως, δεν ξέρω…

Γιατί λέτε «μπορεί»; Σ’ αυτή την κοινωνία δεν ζείτε;

Ζω στην κοινωνία αυτή και βλέπω πράγματι μια στροφή στο συντηρητισμό. Το λόγο, όμως, δεν ξέρω…

Γνώμη μου είναι πως ένας ακραίος χαρακτήρας σαν της, ελευθέρων ηθών, Κορίνας να μην είχε θέση σήμερα σ’ ένα οικογενειακό σήριαλ.

Ο τρόπος γραφής είχε σημασία και δεν σχετιζόταν με συντηρητισμούς. Υπήρχε η αθωότητα, που σας έλεγα. Τώρα, αυτοί που γράφουν, δεν ξέρω και ποιοι είναι, να είναι λίγο πιο…

Ξενέρωτοι, πείτε το! 

(γελάει) Δεν θα ήθελα να το πω εγώ αυτό.

Μου βγάζετε μία άγνοια για τα σύγχρονα τηλεοπτικά πράγματα.

Σωστά, δεν πολυπαρακολουθώ τηλεόραση. Είμαι απορροφημένη στο Netflix, βλέπω πάρα πολλές σειρές και τελικά δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση. Έχω τρελαθεί κι έχω ζηλέψει πολύ με τις νέες σειρές του Netflix, με το επίπεδο παραγωγής τους. Μπορεί τυχαία να υπάρξει μια επαφή με την ελληνική τηλεόραση, αλλά δεν θα κάτσω να δω.

Άρα το ’90 τι ήταν αυτό που σας κράτησε δεμένη σχεδόν στην τηλεόραση;

Δεν έκανα θέατρο!

Δεν ήταν δηλαδή θέμα κατάκτησης φήμης και χρημάτων.

Φυσικά ήταν κι αυτά, αλίμονο, αλλά βασικά με ένοιαζε να είναι καλή η δουλειά. Όταν ήταν καλή, έλεγα ναι, γιατί έλεγα ταυτόχρονα και πολλά όχι, πράγμα που σημαίνει πως δεν κοίταγα μόνο τα λεφτά. Τα λεφτά ήταν πάρα πολύ καλά, αλλά δεν θα έκανα ποτέ κάτι που δεν θα μ’ άρεσε.

Απ’ την άλλη, ένα σήριαλ μένει, η παρουσία καταγράφεται. Μία παράσταση, όσο καλή κι αν είναι, χάνεται μέσα στο χρόνο.

Αυτό ειν’ αλήθεια, δυστυχώς. Και να τη βιντεοσκοπήσεις, δεν θα’χει καμία σχέση με την παράσταση, καλύτερα να μην το κάνεις. Αν θέλετε, είναι σημαντικό να επανεξετάζουμε κάποια καλά σήριαλ ακόμη και σαν δείγματα τηλεόρασης της εποχής τους.

Συμφωνώ. Παρόλο που, αντικειμενικά, η ιδιωτική τηλεόραση μας άλλαξε τα φώτα, κυρία Καβογιάννη, κρατάμε δείγματα καλής δραματουργίας απ’ τα nineties.

Το καταλαβαίνω, αφού μερικά πράγματα άντεξαν και έμειναν. Τώρα κάνουν μία προσπάθεια, απ’ ότι ακούω, για μεταφορές μυθιστορημάτων. Είναι κάτι κι αυτό. Υπήρχαν και τότε τέτοιες σειρές, όμως ξέρετε τι; Βλέπω τις ξένες σειρές που από πίσω τους υπάρχει ένα team σεναριογράφων και ανθρώπων που δουλεύουν. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να κάθεται να γράφει μόνος του ένα σήριαλ, είναι άθλος! Κάθε χαρακτήρα τον αναλαμβάνει ένας ξεχωριστός σεναριογράφος στο εξωτερικό. Εδώ πέρα, ένας τα κάνει όλα! Πως μετά να βγει κάτι σωστό, όταν δεν υπάρχει ένα team μυθοπλασίας, δραματουργίας;

Αυτό, νομίζω, άλλαξε λίγο με τις «Εφτά θανάσιμες πεθερές», πάλι στο MEGA, που κι εκεί είχατε παίξει.

Ναι, έχετε δίκιο, αφού κάθε φορά έγραφε κι ένας διαφορετικός σεναριογράφος. Ήταν και αυτοτελή τα επεισόδια.

Ξέρετε τι γίνεται μ’ εσάς; Ένας κακοπροαίρετος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η Καβογιάννη έγινε διάσημη μέσω της τηλεόρασης, έκανε και τη μπάζα της και τώρα στρέφεται στο ποιοτικό θέατρο.

Όχι, δεν είναι έτσι. Αυτή τη «δουλειά», που την έβλεπα και τη βλέπω ως παιχνίδι, εξ ου και το λέω μέσα σε εισαγωγικά, είναι μία πάρα πολύ σκληρή δουλειά. Φυσικά και πρέπει να αμείβεται, αλλά όλο αυτό θα το ισχυριζόταν μόνο κάποιος που αντιπαθεί την τηλεόραση, εννοείται κακοπροαίρετα. Όχι εμένα δηλαδή ως Καβογιάννη. Ξέρετε, τόσο εγώ, όσο και πολλοί φίλοι μου, έχουμε παιδευτεί πάρα πολύ με τα όχι μας. Έφτασα από δική μου επιλογή να μη δουλεύω καθόλου, κάτι που δεν είναι θετικό, αλλά εμένα δεν μ’ ευχαριστούσε αυτό που μου πρότειναν. Μπορεί πάλι να μην είχα βρει εγώ αυτό που θα’θελα να κάνω.

Η τωρινή υπουργός μας, πάντως, η κυρία Μενδώνη, δεν θεωρεί και πολύ επαγγελματίες τους καλλιτέχνες.

Τώρα θα σας πω κάτι και, ειλικρινά, δεν έχω καμία πολιτική πρόθεση, ούτε υπαινίσσομαι κάτι: Όταν πρωτάκουσα το όνομα της Μενδώνη, νόμιζα ότι ήταν κάποια εταιρεία, πως λέμε «Μενδώνη ΕΠΕ» ή «Μενδώνη ΑΕ»; (έχουμε σκάσει στα γέλια) Η δουλειά του ηθοποιού, όμως, και κατ’ επέκταση του καλλιτέχνη, είναι σκληρή, κανονικά θα έπρεπε να υπάγεται στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Δουλεύουν πολύ σκληρά οι ηθοποιοί και σε συνθήκες τρομερά δύσκολες ενίοτε, όχι μόνο παραγωγής: Σε θέατρα, π.χ., που μπορείς να πάθεις ατυχήματα…Βάλε και την τρομερή υπερέκθεση στον κόσμο, το να εκθέτεις τόσο τον εαυτό σου…Πρέπει να ξέρεις πολύ καλά τι θέλεις, να’σαι πολύ καλά οργανωμένος μέσα σου, να’σαι συνεπής με τον κόσμο και να μην κοροϊδεύεις τον κόσμο.

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Πως τα πάτε με τη δική σας υπερέκθεση, ούσα τόσο δημοφιλής;

Όταν ξεκινούσα, η ντροπή μου ήταν απεριόριστη, αφόρητη! Δεν έχει τελειώσει αυτό. Κάθε φορά που γίνεται μία παράσταση και ειδικά στην πρεμιέρα, υπάρχει το τρέμουλο για τον κόσμο που σε βλέπει. Γίνεται οικείο όλο και πιο σταδιακά, αλλά αυτό το άγχος κι η αγωνία δε φεύγουν ποτέ για το πώς θα είσαι σαν παρουσία και στο πως θα σε κρίνουν.

Είναι και ενοχλητική η υπερέκθεση, να μη μπορείς κάπου να φας με την παρέα σου.

Κοιτάξτε, επειδή εγώ μεγάλωσα σ’ αυτή τη γειτονιά, μ’ αρέσει που ο κόσμος περπατάει και χαιρετάει ο ένας τον άλλον. Μ’ άρεσε πριν γίνω ηθοποιός και πιο γνωστή μέσω των ρόλων μου. Εμένα μ’ ευχαριστεί να με χαιρετάνε και να μου μιλάνε και να τους μιλάω σαν να γνωριζόμαστε από καιρό. Είναι αγαπησιάρικο, σαν να’σαι σ’ ένα μικρό χωριό. Απλά εδώ είσαι σε μια πόλη μεγάλη και είναι πολύ όμορφο να σου καλομιλάνε πολλοί άνθρωποι. Διαφορετικά, γιατί να την κάνεις αυτή τη δουλειά;

Είστε συμβουλευτική απέναντι στα νέα παιδιά, στους ηθοποιούς;

Ναι, βεβαίως. Έχω και το δασκαλίκι, που μ’ ακολουθεί.

Ήσασταν δασκάλα του δημοσίου, έτσι;

Στο δημόσιο διορισμένη, σε δημοτικό, με μικρά παιδάκια.

Υπάρχει συγγένεια μεταξύ εκπαίδευσης και υποκριτικής;

Σαφώς και υπάρχει! Ως δασκάλα, έχεις θεατές τα παιδιά που τα διδάσκεις και σε παρακολουθούν. Είναι η ίδια σχέση και ίσως πιο σημαντική, υπό την έννοια του ότι τα παιδιά είναι πολύ πιο σοβαροί κριτές, αθώοι και ειλικρινείς. Ο κόσμος στο θέατρο μπορεί και κάπου να προφυλάγεται. Στα παιδιά που διδάσκεις, βλέπεις αν έχεις τη δυνατότητα της μεταδοτικότητας, αν αυτό που τους λες δηλαδή, το καταλαβαίνουν κιόλας. Γνωρίζεις τα μέσα σου, τι πρέπει να χρησιμοποιείς για να κάνεις σωστά το μάθημα σου.

Σας έχει τύχει να έρθει να σας βρει κάποιος παλιός μαθητής και μετέπειτα θεατής σας;

Όχι μόνο αυτό, αλλά πολλές φορές μου φέρνουν και φωτογραφίες τους για να τα δω πως ήταν μικρά. Τα παιδιά αλλάζουν…Είναι πολύ συγκινητικό όταν τελείωνε μία σχολική χρονιά και εγώ έπρεπε να αλλάξω σχολείο.

Δουλεύατε μόνο στην  Αθήνα ως δασκάλα;

Εγώ είχα διοριστεί εδώ, στην Ηλιούπολη. Ως αναπληρωματική, όμως, ήμουν σε διάφορα σχολεία και κάθε φορά που τελείωνε μια τάξη και τα παιδιά έφευγαν, ήξερα πως δεν θα τα ξανάβλεπα ποτέ, έτσι όπως ήτανε τουλάχιστον…Ήταν αποχαιρετισμός της παιδικής ηλικίας κάθε ανθρώπου που’χε περάσει, γι’ αυτό και μου φέρνουν ακόμη φωτογραφίες τους όταν ήταν παιδάκια.

Πολύ γλυκό ειν’ αυτό.

Πολύ γλυκό, ναι…

Γίνατε κι εσείς μητέρα μιας κόρης. Τη θέλατε τη μητρότητα;

Την ήθελα! Ο καθένας έχει το δικό του σκεπτικό για το πως ολοκληρώνεται, συνεπώς δεν θα την έλεγα ολοκλήρωση τη μητρότητα. Εγώ νιώθω ότι κι αυτό είναι ένα σημαντικό κομμάτι στη ζωή κάθε ανθρώπου: Βλέπεις να μεγαλώνει ένας άλλος άνθρωπος, αγαπάς αλλιώς τον κόσμο, αποκτάς μιαν άλλη σχέση. Η μητρότητα δεν έχει να κάνει μόνο με το παιδί, αλλά με το σύνολο των ανθρώπων.

Πόσων ετών είναι σήμερα η κόρη σας;

Είναι 24 και τελειώνει τη σχολή ψυχολογίας, που της αρέσει πάρα πολύ! Ενδιαφέρουσα σχολή, αφού οι ψυχές των ανθρώπων είναι άβυσσος, όπως το λένε.

Θα’χει και πολλή δουλειά στην εποχή που βρισκόμαστε.

Αυτό της λέω: «Μην αγχώνεσαι, θα’χεις πολλή δουλειά» (γέλια).

Εσείς με την ψυχολογία τι σχέση έχετε; Το ψάχνετε το «μέσα» των άλλων;

Εμείς σαν φίλοι πάντα λέμε ο ένας τα προβλήματα του στον άλλον. Ο καθένας βρίσκει τρόπο να πλησιάσει τον φίλο του, να τον βοηθήσει κλπ. Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται ψυχοθεραπεία. Επιστημονικά, βέβαια, δεν θα’λεγα ότι είμαι καταρτισμένη με θέματα ψυχολογίας. Τώρα, στο θέατρο κυρίως, βλέπεις πολύ το «μέσα» των ανθρώπων που συνεργάζεσαι. Βλέπεις πως λειτουργούν. Λένε πως βλέπεις τους ανθρώπους στα χαρτιά και στην εκδρομή! Εγώ λέω και στο θέατρο!

Αν πάμε στο σινεμά, θα δούμε ότι έχετε συνεργαστεί με δημιουργούς γνωστούς πάλι από την τηλεόραση, σαν τον Παπακαλιάτη και τους Ρέππα – Παπαθανασίου.

Έτσι είναι. Μ’ αρέσει πολύ ο κινηματογράφος, πάντα μ’ άρεσε, ελληνικός και ξένος. Όχι στο πλαίσιο του ηθοποιού που πρέπει να βλέπει σινεμά, αλλά στο πλαίσιο του θεατή. Έχω δει τις ταινίες όλων των σημαντικών Ελλήνων σκηνοθετών, του Κούνδουρου, του Αγγελόπουλου, του Βούλγαρη, του Φέρρη.

Γνωρίζω πως κάποτε σας είχε συναντήσει ο Μιχάλης Κακογιάννης και κάτι ωραίο σας είπε…

Μα κι αυτό το ξέρετε; Πράγματι, συνάντησα τον Κακογιάννη ένα βράδυ και μου είπε: «Αχ, έχω γεράσει, αλλά ήθελα πάρα πολύ να κάναμε μια ταινία μαζί».  Μην το γράψετε αυτό, δεν θα ήθελα (χαμογελάει)

Θα το γράψω, γιατί εγώ σας το θύμισα.

Ε, εντάξει…Τέλος πάντων…Κι εγώ είπα μέσα μου: «Τι κρίμα»…

Έχετε παρατηρήσει πως ενώ οι ταινίες του Παπακαλιάτη είναι αυτές που είναι, καλογυρισμένες, ωραίες παραγωγές κλπ., σνομπάρονται απ’ την κινηματογραφική καθεστηκυία τάξη;

Ναι, το έχω παρατηρήσει, όμως εγώ απ’ την προσωπική μου εμπειρία κι επειδή τον γνωρίζω πολύ καλά τον Χριστόφορο, θα τον χαρακτήριζα πολύ σημαντικό σ’ αυτά που κάνει. Έχει ματιά και δουλεύει πάρα πολύ, έχει γούστο, αγαπάει τους ηθοποιούς και δημιουργεί μια πάρα πολύ όμορφη ατμόσφαιρα.

Στο «Ένας άλλος κόσμος» ομολογουμένως ήσασταν αποκάλυψη σε δραματικό ρόλο.

Αυτή για μένα ήταν πολύ ωραία ταινία που περάσαμε πολύ καλά! Ήταν ένα team, από την παραγωγή και τον σκηνοθέτη μέχρι το καστ, που όλα πήγαν ρολόι. Νομίζω πως μ’ αυτή την ταινία, πολλοί άνθρωποι που κατέκριναν τον Παπακαλιάτη, πήραν πίσω πολλά πράγματα που είχανε πει ή γράψει.

Να σας πω την αλήθεια, έτσι όπως σας έχω τώρα απέναντι μου, μου μοιάζετε πιο ελεύθερη, πιο απελευθερωμένη στο να κάνετε κι άλλα πράγματα.

Α, ναι ε; Έτσι δείχνω; (με έκπληξη) Ελευθερία έχω μόνο όταν μ’ ενδιαφέρει κάτι πολύ. Αν όχι, απλά δεν συμμετέχω. Πάμε παρακάτω, συνεχίστε το πρόγραμμα σας (γελάμε).

Εγώ λέω να συνεχίσουμε με το δικό σας πρόγραμμα τώρα που είστε σε πρόβες με το «Τρίτο στεφάνι».

Κάνουμε πολύ δημιουργικές πρόβες κάθε απογευματάκι. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είναι εξαιρετικός ως σκηνοθέτης, τον θεωρώ πάρα πολύ ταλαντούχο.

Θα συμφωνήσω απόλυτα, έχοντας δει αρκετές παραστάσεις του.

Είναι ταλαντούχος, δοτικός και προστατευτικός! Τι άλλο να θες από τον σκηνοθέτη σου; Πολύ ευρηματικός και μ’ έχει εντυπωσιάσει που ακούει μέχρι και τον πιο νέο ηθοποιό. Λαμβάνει υπόψιν του όλες τις απόψεις και αυτό είναι η δημοκρατία στο πλαίσιο μιας δουλειάς. Στο οριακό αυτό έργο, που βασικά πρόσωπα είναι δύο γυναίκες, εκείνος μας είπε πως ουσιαστικά είμαστε ένας θίασος είκοσι ατόμων που διηγούμαστε όλοι ανεξαιρέτως μία ιστορία. Άλλος με περισσότερα και άλλος με λιγότερα λόγια, πάντως όλοι μία ιστορία διηγούμαστε. Να πω ότι οι πιο πολλοί ηθοποιοί στο συγκεκριμένο θίασο είναι νέα παιδιά, πάρα πολύ ευρηματικά κι αυτά, με πολύ κέφι!

Τη σήμερον ημέρα όποιος ηθοποιός παίζει κι έχει δουλειά, πως να μην έχει κέφι;

Έχετε δίκιο. Εκεί μέσα ξεχνάμε όλο αυτό το χάλι με τους κορονοϊούς και τα συνακόλουθα…Η ζωή συνεχίζεται…

Ποια η σχέση που είχατε με το «Τρίτο στεφάνι»;

Το’χα διαβάσει φυσικά και παλιότερα, που’χε ανέβει από το Εθνικό, ήθελα πάρα πολύ να είμαι μέσα, αλλά έπαιζα σε άλλη παράσταση. Να που ήρθε ο καιρός και το κάνω τώρα!

Τι έχει αυτό το έργο, πιστεύετε, και θεωρείται πλέον μνημείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας;

Είναι ελληνικό έργο, είναι η ιστορία της Ελλάδας. Η γλώσσα, η ιστορία από το 1920 μέχρι το ’60, όλα τα δεινά των Ελλήνων εντάσσονται στις ιστορίες δύο γυναικών με όλους τους ήχους της γειτονιάς, της απόγνωσης, της χαράς, του χιούμορ, του έρωτα…Είναι ένα πολυπαιγμένο έργο που ο κάθε δημιουργός, ευτυχώς, το’χει προσεγγίσει με τη δική του ματιά και αισθητική. Είναι το ίδιο έργο, αλλά πώς το βλέπει ο κάθε άνθρωπος και, εξάλλου, η τέχνη δεν είναι μονομερής. Επαφίεται στο ταλέντο του καθενός που θα την προσεγγίσει.

Πότε θα έχετε την πρεμιέρα σας;

Στις 10 Οκτωβρίου! Είμαστε ατρόμητοι! Θα παίξουμε στο Παλλάς, ένα πολύ ωραίο μεγάλο θέατρο και με καλά παιδιά στο πόστο των παραγωγών. Διότι, ξέρετε, δεν τελείωσε το θέατρο, υπάρχει ακόμα το θέατρο και γίνονται πράγματα που ευχαριστούν τους συντελεστές του. Στο συγκεκριμένο θέατρο, επίσης, δουλεύουν πάρα πολλοί άνθρωποι και μακάρι να πάμε καλά! Δεν είμαστε μόνο οι ηθοποιοί, είναι κι οι ταξιθέτες, οι ταμίες, εργαζόμενοι που εξακολουθούν να δουλεύουν όταν τα περισσότερα θέατρα έχουν κλείσει λόγω κορονοϊού. Είναι μία προσφορά όλο αυτό, έτσι το βλέπω. Είμαι αισιόδοξη και θέλω να τελειώσει πια αυτό το πρόβλημα.

Γενικά είστε αισιόδοξη;

Ναι, θέλω να είμαι. Γενικά είμαι αισιόδοξη, δεν με παίρνει από κάτω.

Κι όταν δηλαδή σας παίρνει από κάτω, τι κάνετε;

Ε, πίνω κάνα φάρμακο (έχουμε σκάσει στα γέλια). Πλάκα κάνω, έτσι;

Αντώνης Μποσκοΐτης – Μαρία Καβογιάννη (φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας)

Δεν θέλω σώνει και καλά να σας εκμαιεύσω τη μαυρίλα, αλλά η ζωή δεν είναι μόνο γέλια.

Όταν δεν νιώθω καλά, κλείνομαι στον εαυτό μου και προσπαθώ να το ξεπεράσω. Βρίσκω διεξόδους, πάντως. Ψυχοσωματικά, ας πούμε, δεν έχω, δεν με πιάνουν. Ίσως με γλιτώνει η εξωστρέφεια μου και οι πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω σε κάθε καινούργια δουλειά. Είναι σαν να ανανεώνονται οι φίλοι σου συνέχεια. Το ακόμη πιο ωραίο είναι ότι οι φίλοι μου οι καινούργιοι είναι νεότεροι μου κι έτσι δεν νιώθω καθόλου ότι έχω μεγαλώσει. Κάνοντας παρέα με ανθρώπους μεταξύ 30 και 40 ετών, έχω μείνει κι εγώ στην ηλικία αυτή!

Είστε πιστή στις σχέσεις σας;

Ναι, σε όλες! Και στις φιλίες. Δεν θα προδώσω. Είναι συνηθισμένο να χάνεσαι με έναν άνθρωπο, αλλά μπορεί να οφείλεται σε λόγους συνθηκών. Πάντα, όμως, θα τον «περιέχεις» μέσα σου.

Είστε πολλά χρόνια με τον σύζυγο σας;

Εκατομμύρια! (γέλια) Γνωριστήκαμε στην Παιδαγωγική, γιατί κι αυτός είχε τελειώσει ΑΣΟΕΕ.

Μου είπατε πως είναι γλύπτης.

Ναι, εντάξει, δεν είναι γνωστός. «Πως τον λένε;» λέει…«Ο Takis είναι»…Φαντάζεστε; (γέλια) Είμαστε μαζί τριάντα χρόνια τώρα. Είναι πολύ υποστηρικτικός και διακριτικός. Κι εγώ, όμως, δεν ήμουν ποτέ του κυνηγητού από τους παπαράτσι και όλα αυτά τα χαζά.

Ζουν καλά μαζί δύο καλλιτέχνες;

Μια χαρά είναι όταν ασχολούνται με διαφορετική τέχνη. Το να ζεις μ’ έναν άλλο ηθοποιό, δεν το ξέρω, δεν το’χω ζήσει. Εμείς μάλλον καλύψαμε κενά ο ένας του άλλου και μάθαμε πολλά από κοινού. Μπορείς να πεις ότι έχω μια αρμονική οικογενειακή ζωή, που ο καθένας έχει την ελευθερία του. Δεν είμαστε ένα ζευγάρι αυτοκόλλητο, έχουμε τους φίλους μας, τις εξόδους μας…

Η πολιτική σας ενδιέφερε ποτέ;

Όχι, ειλικρινά. Από πολύ νέα…

Ούτε όταν ήσασταν φοιτήτρια;

Όταν ήμουν στην ΑΣΟΕΕ, ήμουν ΚΚΕ Εσωτερικού. Καθόλου οργανωμένη, όμως, απλώς είχα βάλει την υπογραφή μου. Δεν ασχολούμουν καθόλου.

Σήμερα;

Σήμερα, τι; Ν’ ασχοληθώ με την πολιτική;

Όχι. Αν παίρνετε δημόσια θέση.

Ναι, παίρνω, αλλά με τους δικούς μου ανθρώπους.

Από πολιτική ορθότητα;

Όχι. Από άποψη.

Και τι λέει αυτή η άποψη;

Λέει ότι μπορεί να πεις κάτι και να γίνει τόσο σημαία σου και τόσο παρεξηγήσιμο, που αλλοιώνεται πάρα πολύ στο τέλος. Δεν χρειάζεται, προτιμώ να απέχω. Για μένα μιλάω.

Και άλλωστε η ψήφος είναι μυστική, υποτίθεται.

Ακριβώς.

Διότι, δεν είναι μόνο ο κορονοϊός, κυρία Καβογιάννη. Είναι και η τρέχουσα πολιτιστική διαχείριση.

Υπάρχει μια δυστοκία σ’ αυτό το πράγμα. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανανεώνονται και να μην υπάρχουν τέτοιες αποκλίσεις.

Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει πως η μεγαλύτερη απόδειξη πως δεν έχουμε πολιτισμό, είναι το ότι υπάρχει Υπουργείο Πολιτισμού.

Καταπληκτικό είναι αυτό, πραγματικά! Κοιτάξτε, είμαστε σε πολύ άσχημη εποχή, φυσικά και έχω την αγωνία του παιδιού μου και όλων των νέων παιδιών που βρίσκονται στον αέρα. Εμείς ζήσαμε ωραία χρόνια, ok, από δω και πέρα τι γίνεται…

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Πως αντιλαμβάνεστε πάνω σας το μεγάλωμα σας, βιολογικά και πνευματικά;

Σωματικώς έτσι κι αλλιώς μεγαλώνεις…Στη ζυγαριά (γέλια). Προσωπικά, μέσα μου, δε νιώθω ότι έχω μεγαλώσει. Προς το παρόν, δεν έχω κατάπτωση στη βιολογική μου δράση, οπότε αυτό το κρατάω! Εμένα μ’ αρέσει η φθορά του χρόνου, βρίσκω πολύ σημαντικό να μεγαλώνει ο κάθε άνθρωπος. Να μεγαλώνει όμορφα, να γίνεται πιο υπομονετικός και συντρεχτικός. Αν με ρωτάτε, εγώ προσωπικά θα ήθελα να ζήσω άλλα 200 χρόνια. Θα’θελα να κάνω κι άλλα πράγματα στη ζωή μου.

Σας διακατέχει η αγωνία του θανάτου ή είναι πολύ νωρίς;

Όχι, δεν είναι ποτέ νωρίς…Δεν θέλω να τον σκέφτομαι…Δεν μου δημιουργεί ευχαρίστηση. Θέλω να σκέφτομαι ότι δεν χάνεται όλο αυτό απ’ τον άνθρωπο, ότι κάτι υπάρχει σαν ενέργεια. Δεν ξέρω τι γίνεται μετά το θάνατο, αν και πιστεύω στην ανυπαρξία, όπως πριν γεννηθούμε και δεν υπήρχαμε. Θέλω να νιώσω ότι υπάρχει μία ενέργεια. Καμιά φορά με πιάνω να λέω «Α, με προστατεύει η μαμά μου ή ο μπαμπάς μου»…

Σαν να μην το πολυπιστεύετε έτσι που το λέτε τώρα.

Μπορεί και να το πιστεύω καμιά φορά, έχω την ανάγκη. Και, επίσης, χωρίς το θάνατο δεν θα υπήρχε τίποτα, ούτε καν τέχνη.

Εξηγήστε το μου αυτό.

Μα όλα τα κάνουμε γιατί φοβόμαστε την ανυπαρξία μας. Η μεγαλύτερη ανάγκη του ανθρώπου είναι να ζει, γι’ αυτό και αφήνει πράγματα πίσω του.

Εν είδει υστεροφημίας;

Ναι. Ακόμη κι ένα παιδί είναι η συνέχεια σου.

Δεν είναι εγωιστικό αυτό;

Είναι εγωιστικό βέβαια, αλλά εκφράζει ίσως τη διάθεση σου να μη χαθείς. Σου δημιουργείται η ανάγκη να κάνεις πράγματα. Στην τελική, εγώ πιστεύω πως ότι κάνουμε, το κάνουμε εδώ και μετά τελειώνει. Το ωραίο είναι που κάποιοι καλλιτέχνες έχουν πεθάνει, αλλά ζουν μέσα απ’ το έργο τους. Μουσικοί, απ’ τον Μπετόβεν ως τον Χατζιδάκι, αρχιτέκτονες σπουδαίοι με τα κτίρια τους, σκηνοθέτες με τις ταινίες τους, τι να λέμε…

Έλα, όμως, που δεν ζουν.

Τελικά, ναι, μόνο η φύση ζει. Εμείς φεύγουμε, καταδικασμένοι στην αναλωσιμότητα.

Λένε πως μέχρι το 2100 το προσδόκιμο ζωής θα φτάσει τα 150 χρόνια.

Πότε θα γίνει, βρε παιδιά; Τι να το κάνεις; Εμείς δεν θα το προλάβουμε…

Πείτε μου τη μεγαλύτερη χαρά που εισπράξατε στη ζωή σας.

Υπάρχουν τόσες πολλές, που δυσκολεύομαι. Όλες οι χαρές είναι μεγάλες: Η γέννηση της κόρης μου, όταν πέρασα στο Θέατρο Τέχνης, όταν αναλάμβανα μία δουλειά που μ’ άρεσε πάρα πολύ…Τις έχω βάλει στην άκρη. Χαρούμενες στιγμές, μέχρι τώρα, είναι που μαζευόμαστε εδώ και παίζουμε επιτραπέζια παιχνίδια. Η χαρά μου είναι επίσης να βρίσκομαι στο Πήλιο, μέσα σ’ αυτή τη φύση.

Στο Πήλιο, που ακριβώς;

Στις Μηλιές! Κάνουμε παρέα όλοι εκεί, με την Τάνια Τσανακλίδου, ας πούμε, που είμαστε φίλες. Έχουμε φτάσει σε σημείο να παίζουμε κυνηγητό και κρυφτό με τους φίλους εκεί. Το Πήλιο πάντα μ’ άρεσε και ο Νικηφόρος Νανέρης είχε ξεσηκώσει πολύ κόσμο να φτιάξει σπίτι στο Πήλιο. Είχε δώσει γραμμή κανονικά! Έρχονται φίλοι απ’ την Αθήνα, καθόμαστε και φτιάχνονται υπέροχες μεγάλες παρέες. Σκεφτείτε ότι πρόσφατα, με τον κορονοϊό, πέρασα πέντε μήνες στο Πήλιο. Έγινε το lockdown, έμεινα εκεί και είδα όλες τις εποχές, κάτι που ποτέ δεν το’χα κάνει. Νιώθεις πλούσιος, λες ότι όλη η φύση είναι δική σου!

Έχετε τελικά τάσεις φυγής.

Έχω, ναι! Να κλείσω τα τηλέφωνα…Πιστέψτε με, είναι πολύ ωραία!

Υπάρχει ένα μπαλαντζάρισμα μεταξύ χαρούμενων και δυστυχισμένων στιγμών;

Ναι, γιατί καταλαβαίνεις την αξία όλων των στιγμών. Ακόμη κι οι δυστυχισμένες στιγμές σε δυναμώνουν όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται. Δε μπορεί κανείς να ισχυριστεί το αντίθετο.

Είστε τόσο απλός άνθρωπος;

Μα, όλοι απλοί δεν είμαστε;

Όχι, ειδικά συνάδελφοι σας και χωρίς τη δική σας αναγνωρισιμότητα.

Απλοί είναι κι αυτοί, αλλά το ξεχνάνε. Εγώ, πάλι, φιλιέμαι με τον κόσμο στους δρόμους, στο θέατρο, χαμός γίνεται. Και στις περιοδείες έτσι είμαι, αν και μόνο μια φορά στη ζωή μου έχω κάνει περιοδεία.

Γιατί αυτό; 

Γιατί δε μπορώ…Έκανα μία περιοδεία με τη «Λυσιστράτη», δε λέω, ωραία περάσαμε, υπέροχη εκδρομή ήταν, αλλά χωρίς να το απαξιώνω, δεν αντέχω αυτή τη φάση με τις πενήντα πιάτσες από δω κι από κει. Λίγες και καλές είναι ωραίο. Τέλος πάντων, όταν πας σ’ ένα χωριό και οι άνθρωποι σ’ έχουν δει μόνο απ’ την τηλεόραση και σ’ αγαπάνε, δεν μπορείς να μη φωτογραφίζεσαι, να μην τους αφιερώνεις χρόνο. Είναι μέρος της δουλειάς μας κι αυτό.

Να σας άκουγε ο Γιάννης Μπέζος!

Ο Μπέζος, που είναι εξαίρετος σαν συνεργάτης, έχει το δικό του χαρακτήρα, όπως και ο κάθε άνθρωπος. Δεν έχουν όλοι τις ίδιες αντοχές.

Εσείς πως καλλιεργήσατε τις αντοχές σας;

Τις καλλιεργούμε από μικρά παιδιά τις αντοχές μας, απ’ το σχολείο, μ’ όλη αυτή την καταπίεση που ζούμε. Δώσε εξετάσεις, μπες στη σχολή κλπ. Βλέπω τώρα το κορίτσι μου που όλο γράφει και διαβάζει και σκέφτομαι πως έτσι καλλιεργεί τις αντοχές του, εκεί πέρα που είναι μέσα στα νιάτα και έχει όλη τη ζωή μπροστά του. Χρειάζεται αντοχή, πάντως, για να περάσεις μέσα απ’ την ανασφάλεια της ζωής.

Πως και δεν έχετε facebook;

Δεν τα καταλαβαίνω πολύ αυτά, μόνο instagram έχω. Εκεί ανεβάζεις μια φωτογραφία και τελειώνεις, δεν πρέπει να κάθεσαι να γράφεις, να κάνεις και να ράνεις.

Δεν τό’χετε με το γράψιμο;

Δεν το’χω με την υπερέκθεση. Δε θέλω να μιλάω για τα πάντα και όπως σας είπα πριν για την πολιτική, έτσι δε θέλω γενικώς να παρερμηνεύομαι. Συγγνώμη, αλλά εγώ είμαι ακόμη του ραδιοφώνου και της γραφής στο χέρι. Δε μπορώ τα πληκτρολόγια, να πατάς εκεί διάφορα κουμπιά…Μπορώ να κάνω μια ώρα να γράψω δυο προτάσεις (γέλια).

Μην πάμε πολύ μακριά, αλλά πως πιστεύετε ότι θα’ναι τα απόνερα όλου αυτού που ζούμε σήμερα;

Πάντα μετά από μια καταστροφή έρχεται κάτι πολύ καλό! Νομοτελειακά, επειδή η ζωή είναι από μόνη της αισιόδοξη, ας είμαστε κι εμείς αισιόδοξοι. Ας λέμε ότι το καλό ακολουθεί το κακό και, μην ξεχνάμε, τόσες και τόσες καταστροφές πέρασαν παλιότερα οι άνθρωποι. Οι δικοί μου γονείς έζησαν έναν μεγάλο πόλεμο, πείνα, αρρώστια και παρόλα αυτά ορθοποδήσανε και τα κατάφεραν, δημιούργησαν.

Δεν ήταν βέβαια τόσο καταναλωτική η δική τους κοινωνία. 

Είχαν άλλα αυτοί, όμως. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται. Επιστροφή στη φύση, σ’ αυτό πιστεύω εγώ!

Το λέτε με μια οικολογική συνείδηση;

Όχι, το λέω με μια συνείδηση ουσιαστική. Επιστροφή στην κανονικότητα μας, που ακούμε να λένε, είναι ν’ αλλάξουμε αυτήν ακριβώς την κανονικότητα. Να καλλιεργηθούμε, μικροί και μεγάλοι. Δε σημαίνει ότι όσοι μεγαλώσαμε, τελειώσαμε. Οφείλουμε να συμμετέχουμε σε μια καινούργια φάση, πιο εσωτερική, πιο φιλοσοφημένη. Να σκεφτούμε πως η ζωή είναι πραγματικά μικρή, κάτι που δεν το’χουμε εντοπίσει. Μιλάμε τώρα κι αύριο μπορεί να μην υπάρχουμε!

Θα δηλώνατε ευτυχισμένος άνθρωπος;

Ναι, θα δήλωνα ένας ευτυχισμένος άνθρωπος! Και τυχερός! Δεν έχω παράπονα απ’ τη ζωή μου. Θα ήμουν αχάριστη αν δεν το αναγνώριζα, αφού όλα μού δόθηκαν ευνοϊκά.

Βγήκε αυτό απ’ τη συνέντευξη μας, κυρία Καβογιάννη, και σας ευχαριστώ ειλικρινά.

Εγώ ευχαριστώ! Ήταν μία πραγματικά ωραία κουβέντα!

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

* «Το Τρίτο Στεφάνι», το αριστούργημα του Κώστα Ταχτσή, θα ζωντανέψει τον Οκτώβριο στο θέατρο Παλλάς, με την υπογραφή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, και τις Μαρία Καβογιάννη και Μαρία Κίτσου στους εμβληματικούς ρόλους της Εκάβης και της Νίνας. Η μεγάλη παραγωγή των Θεατρικών Σκηνών θα παρουσιαστεί σε ολοκαίνουργια διασκευή που αναδεικνύει τις αφηγηματικές αρετές και την ποίηση του μυθιστορήματος, σεβόμενη την πρόθεση του συγγραφέα για μια ιστορία που, όπως και η ζωή, ανοίγει και κλείνει σαν κύκλος. Ένας εικοσαμελής θίασος σημαντικών ηθοποιών μπαίνει στη δίνη της νέας, πρωτότυπης μουσικής του Μίνου Μάτσα, φέρνοντας επί σκηνής τους ήχους και τις εικόνες μιας ολόκληρης εποχής.

Exit mobile version