Αφιέρωμα στον Νικηφόρο Βρεττάκο
Είναι σε όλους γνωστό ότι ο Ν. Βρεττάκος αγαπούσε πολύ τα παιδιά, και στο πρόσωπο τους αναζητούσε τη θεϊκή δύναμη της σοφίας και τη γέννηση του ωραίου συνυφασμένου με την αέναη ματιά του ονείρου. Ακόμη, υπάρχουν μαρτυρίες που δηλώνουν ότι η αγάπη του έφτανε ως εκεί που συναντώνται η ποίηση με το παιδί, ως άγγιγμα ψυχής.
Τα ποιήματα του γεμάτα με εικόνες που εξυμνούν τον άνθρωπο, μπορούν να αφήσουν παντοτινά χνάρια στις αφύλαχτες παιδικές ψυχές, γεφυρώνοντας τον κόσμο με τις ιδέες και τα οράματα του. Με τρυφερότητα και λυρισμό η ποίηση του ακουμπά εκεί στην άκρη του νου πάντοτε διαλεχτές και διαυγείς λέξεις για να ενωθεί με τ΄ ακούσματα του αέρα, την οσμή από το χώμα, το φως και τα χρώματα του ήλιου στο απαύγασμα της κάθε νιότης.
Η Μικρή Σου Πόλη (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Αλήθεια, δεν μπόρεσες να ξεπεράσεις την εποχή
που φοβόσουν το λύκο και καρτερούσες τον άγγελο.
Μελέτησες τα ήθη και έθιμα της ιστορίας,
πέρασες κάτω απ’τα τόξα των σύγχρονων γεγονότων
ταξίδεψες. Ωστόσο, δεν μπόρεσες ν’αποβάλεις
τη μικρή παιδική πόλη από μέσα σου,
τη γινομένη από αγαθά πρόσωπα, τόπους
γυμνούς ή κατάφυτους, ουράνια πράγματα,
με τον σεβάσμιο γέροντα γιομάτον στοχασμό
και ύψος, τον Ταΰγετο, στην πρωτοκαθεδρία.
Κι αλήθεια, πόσο αναπαυμένα θα ένοιωθες αν μπορούσες,
γυρίζοντας τις πλάτες στις γιγάντιες πόλεις,
να επέστρεφες εκεί, στα πράγματα που σου έδωσαν
και ύφανες το ωραίο σου όνειρο, στο λόφο που κάθισες
ένα καιρό στο θρόνο του και βασίλεψες στην ειρήνη,
να επέστρεφες, να επέστρεφες κάτω από τα ιλαρά τους
βλέμματα να μαζέψεις ξύλα για το βράδυ σου.
Tί τον κάνει τόσο προσφιλή στα παιδιά , από τη ζωή και το έργο του Ν. Βρεττάκου;
ΜΙΚΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ
Ὅταν ἤμουν μικρό παιδί, ὅπως εἶναι
τ’ ἀρνάκια πού παίζουνε
στό λειβάδι τήν ἄνοιξη,
εἶχα φίλους τίς πασχαλίτσες εἶχα φίλους τίς λιμπελούλες εἶχα φίλους τά λουλουδάκια.
Μετά πού μεγάλωσα, ἀγαποῦσα τό φῶς
καί κοιτοῦσα ψηλά, εἶχα φίλους τά ὄνειρα.
Τά χρόνια περνούσανε καί τώρα πού πιά
δέν εἶμαι καθώς τ’ ἀρνάκια πού παίζουνε
στό λειβάδι τήν ἄνοιξη,καί δέν κάνω ὄνειρα,
ἔχω φίλους μου τά παιδιά:
-τό Δημήτρη, τό Νικηφόρο-
ἔχω φίλους μου τά παιδιά
τά λευκά καί τά ἔγχρωμα
-τήν Πάλμο, τό, Λῆ-
ἔχω φίλους μου τά Νεγράκια
καί θυμᾶμαι τις πασχαλίτσες
και θυμᾶμαι τίς λιμπελοῦλες
καί θυμᾶμαι τά λουλουδάκια
καί θυμᾶμαι τά ὄνειρα.
H ποίηση του Ν. Βρεττάκου συνυφασμένη με τη ζωή και τη μάθηση δίνει σε κάθε νέο τη σκυτάλη για να συνεχίσει τη διαρκή αναζήτηση, ν΄ αντέξει τη διαφορετικότητα και να αισθανθεί αναπόσπαστο κομμάτι της πλάσης και της οικουμένης.
Από τις επιστολές που παραδίδονται στον αναγνώστη ξεχωρίζουμε χαρακτηριστικά τις παρακάτω: Επιστολή, γραμμένη από ένα παιδί, από τον Κρίτωνα Ζωάκο, που είναι ενθουσιασμένο με την ποίηση του Νικηφόρου και θέλει να του υποβάλει μερικά ερωτήματα.
Κύριε ποιητή Βρεττάκο,
Διάβασα στον “Κόσμο” κάτι ποιήματα που είναι δικά σας. Δεν έχω ξαναδιαβάσει ποιήματα μόνο στο αναγνωστικό του σχολείου.
Θέλω να σταθώ μπροστά σας και να κλαίω από τη χαρά μου για πολλή ώρα. Δεν ξέρω, κύριε, με τι λέξεις να σας το πω, αλλά έχω πολλή χαρά μέσα μου την ώρα που διαβάζω τον “μονόλογό” σας.
Είμαι μαθητής του Γυμνασίου και δεν ξέρω πολλά πράγματα για την ποίηση.
Σήμερα το απόγευμα που διάβασα τον “μονόλογό” σας φαντάστηκα πως η ποίηση είναι η φωτιά και ο ουρανός και ο άνεμος στον κόσμο.
Πείτε μου, σας παρακαλώ, τι είναι η ποίηση. Πείτε μου, πως είναι η μάνα ολονών μας. Θέλω να κάνω μια ευχή για σας να παρακαλέσω τον καλό Θεό να σας φυλάγη όλες τις ημέρες με τα πόδια δεμένα στη γη και με το κεφάλι ψηλά.
Δεν ξέρω πώς να σας γράψω. Πείτε στον Άη-Γιώργη και στον Ταύγετο πως τους αγαπάω κι εγώ κι όλοι όσοι διάβασαν τα τραγούδια σας. Προσπαθώ να κάψω το μυαλό μου στην φωτιά των τραγουδιών σας.
Καλή χρονιά, κύριε ποιητή
Υ.Γ. Μη ξεχνάτε να μου πείτε τι είναι η ποίηση.
Γράψτε: Κρίτωνα Ζωάκον, Παιδόπολη “Άγιος Δημήτριος, Ωραιόκαστρο, Θεσσαλονίκη.
Με όχημα τη γλώσσα, κι όχι οποιαδήποτε άλλη γλώσσα παρά την ελληνική έφτιαξε έναν καινούριο κόσμο για τους μελλοντικούς αναγνώστες γεμάτο απ΄ το φως της ειρήνης, τη ζεστασιά της αγάπης, τη δύναμη της αλληλεγγύης και τη χαρά της ποίησης του έργου του.
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.
Δεν ξεχνούσε όμως κι ο ίδιος ποτέ τα παιδιά. Όπως διαφαίνεται στο έργο του το «νοιάξιμο» του ήταν μετά από κάθε καταιγίδα στη σκέψη του να βρει στερέωμα για ν΄απλωθεί η παλέτα με τα χρώματα της αθώας και πρωτόβγαλτης δημιουργίας. Αφορμή γι΄ αυτό που θ΄ ακουστεί στάθηκε ένας στίχος του ποιητή: «Νιώθω αθώος ωσάν πεθαμένος.» Άραγε πόση αθωότητα έχει απομείνει ζωντανή ακόμη στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου; Σε αυτό το σημείο η ευαισθησία του ποιητή ταιριάζει απόλυτα με την παιδική αθωότητα των μικρών αναγνωστών καθώς η φύση και των δύο, ποιητή και παιδιού, είναι κοντά στο αρχέγονο και δημιουργικό γεγονός της «πρώτης γραφής».
Είμαι ένας γέρος
Είμαι ένας γέρος κ’ είμαι ένα παιδί.
Τον γέρο τον άφησα πίσω μου
κ’ έφερα εδώ το παιδί, να μπει
στο νερό, ν’ απλώσει τα χέρια
στο αρχέγονο φως, να παίξει μαζί σου.
Ό,τι είχα να κάνω στον κόσμο
το έκανα. Το μήνυμα το έστειλα.
Την μποτίλια την πέταξα ήδη
στου χρόνου το ατέρμονο πέλαγο.
(Μπορεί μερικοί να το έλαβαν κιόλας.)
Ρίχνω το βλέμμα και στήνω το αυτί
πάνω από σένα και πάνω από την
κορφή του βουνού. Δεν κάνω λάθος.
Είναι μια βίβλος μουσικής το στερέωμα.
Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Πώς θα ’βλεπε όμως σήμερα ο ποιητής της «αγάπης και της αδελφοσύνης» την κατάσταση των νέων; Όταν ο ίδιος ως παιδί δεχόταν συχνά πυκνά επιθέσεις ή γινόταν στόχος από συνομήλικους του, την ώρα που η ψυχή του αναζητώντας την απαρχή αυτού του εφήμερου κόσμου, έψαχνε κάτω από τις πέτρες ανάμεσα στους ίσκιους και τις φωνές σημάδια αιωνιότητας, λέξεις και ιδέες για να γράψει το «προσευχητάρι» του κόσμου που οραματιζόταν.
Η απάντηση ερχόταν από την ίδια τη φύση που τον περιέβαλε και από την εγρήγορση που επέβαλε στους γονείς η φροντίδα και η επίβλεψη του νεαρού Βρεττάκου.
Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων
Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ»
Ως νέος ο ίδιος, έβρισκε στήριγμα και δύναμη στο οικογενειακό του περιβάλλον και στην πατρική αγάπη, δυο στοιχεία αδιάρρηκτα συνδεδεμένα με τις ισορροπίες επάνω στις οποίες χαράχτηκε το έργο και ο ποιητικός του λόγος!
(Φωτεινό παράδειγμα ) Ο πατέρας του, παιδαγωγός εκ φύσεως, διακρίνοντας το ταλέντο και τη χάρη του μικρού φρόντισε από νωρίς μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να περιφρουρήσει τις επάλξεις της ποίησής του «μεγάλου», όπως αποδεικνύεται Ν. Βρεττάκου.
Ικανοποιώντας ακόμη, στο βαθμό που μπορούσε τη μεγάλη αγάπη και κλίση του παιδιού στα γράμματα, ήταν ο πρώτος που στήριξε τις επιλογές του γιού του, ανοίγοντας του τον δρόμο της ποιητικής δημιουργίας. Διότι, ο Ν. Βρεττάκος ως ανήσυχο πνεύμα, αγαπούσε να διαβάζει, να μαθαίνει και ν΄ ανακαλύπτει καινούριους κόσμους για ν΄ απλώσει το δίχτυ της φιλομάθειάς» του, που δεν είχε πια σύνορα, παρά μόνο την έντονη επιθυμία ν΄ αγγίξει το φως το αόρατο, το αιώνιο φως. Πόσο η ποίηση μπορεί ν΄ αγκαλιάσει τον ανθρώπινο πόνο και να τον μετουσιώσει σε κάτι ανώτερο και αληθινό πέρα κι έξω από το χώρο και το χρόνο , ο ποιητής το γνωρίζει καλά.
Απ ΄τα πρώτα κιόλας βήματα της πρώιμης σκέψης, η παρατήρηση του μικρόκοσμου που τον περιβάλλει, μπαίνει στο στόχαστρο των ενδιαφερόντων του ποιητή ένας κόσμος γεμάτος, ο οποίος αποτελεί έναν αναδυόμενο ορίζοντα τέχνης και φαντασίας, για απλώνει τα φτερά της δημιουργίας ο ποιητής.
Εκεί οι εικόνες αλέθονται για να καταλήξουν στο αποστακτήριο της «Οδύνης» της ζωής του και να μετατραπούν σε ορμητήριο συναισθημάτων και βιωμάτων απαράμιλλης γοητείας.
Όπως «μεγάλη και τρανή» είναι η ποίησή του και κάτω από τους ίσκιους και το φως του Ταΰγετου, όπου κι εδώ πάλι μας καλεί να δούμε πόση αρμονία και ευλογία περικλείεται αλλά και εκφράζει η Πλάση γύρω μας , καθώς και πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να στραφούμε όλοι μαζί μικροί και μεγάλοι στην αναζήτηση ενός κώδικα περιβαλλοντικής συνείδησης και ηθικής, καταδεικνύοντας την ανάγκη αυτή μέσα από στίχους γεμάτους λυρισμό και αισθαντικότητα.
Πόσο μου στάθηκε ο Ταύγετος (ποίημα)
Όμως πόσο ακόμη, πιο μεγάλη θα έβρισκε την απόσταση που μας χωρίζει απ΄ τ΄ άλλα αδέλφια μας, ωσάν τον Ταΰγετο;
Το μήνυμα είναι καθαρό! Παιδιά της πόλης και διαμερίσματος, του καύσωνα του καλοκαιριού, αυτό που μας λείπει απ΄ τον αέρα που αναπνέουμε, ώστε να γίνει κάτι για να φανεί εδώ η σχεδόν ερωτική σχέση με τη φύση στην αρχή της αθωότητας ο ποιητής πάντα το έβρισκε μέσα από την παρουσία της φύσης στα ποιήματά του, για να τονίσει την ανάγκη για αντίδραση απέναντι στη θλίψη και την αγανάκτηση . Εκεί έστρεφε το βλέμμα του, όταν ήθελε ν ΄ ανανεώσει τις εσωτερικές του δυνάμεις και να «γράψει». Η ζωή τότε έδενε σαν κομπόστο με τον ποιητικό λόγο, με το θαύμα της Άνοιξης των συναισθημάτων, με το ξεκλείδωμα της ψυχής στην αναζήτηση του «άλλου» Παραδείσου .
ΒΡΑΔΥΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Κάθισε δίπλα μου, ἀντίκρυ στή δύση.
Ὁ ἥλιος χαμήλωσε κ’ ἔχω
πολλά νά σοῦ εἰπῶ.
Λοιπόν,
ὁ Ταΰγετος δέν ἦταν βουνό.
Δέν σέ ὑποψίασε τό ἀπίθανο ὕψος
καί τό ἀπίθανο φῶς πού τόν κάνουν νά μοιάζει ὅπως ἕνα, πότε χρυσό
καί πότε γαλάζιο, πολυπτέρυγο
στόν ὁρίζοντα; Κι αὐτή του ἡ ἔξαρση
πού ἀνελίσσεται κάποτε καί χωρίζει
τ’ αστέρια σέ ἀπό κεῖ κι ἀπό δῶ;
Δέν ἦταν βουνό. Ἠταν τό πρῶτο ποίημα
πού ἀνοίγοντας τά μάτια μου
διάβασα, ὁ πρῶτος μου φίλος
πού συνόριαζε μέ τό φῶς.
Καί γι’ αὐτό:
μετονόμασα σέ Ταΰγετο τό ὅρος Ἀγάπη.
Εκεί μας καλεί κι εμάς για ένα καινούριο ξεκίνημα, κοντά στη φύση των πραγμάτων και των αξιών της ζωής.
Ἡ οὐσία τοῦ λόγου
Ποτέ δέν τό ἔνοιωσα τόσο πολύ, ἀλλά σήμερα
ἔχουμε ἀνάγκη οἱ ἄνθρωποι νά μιλήσουμε.
Νά βροῦμε ξανά τήν ἄρθρωση τῆς ψυχῆς.
Ἁπλά πράγματα θἄθελα νά εἰπῶ: καθημερινά.
Ν’ ἀντιγράψω τό λόγο μου ἀπ’ τό δόσιμο τῶν χεριῶν,
τ’ ἀντιμέτωπα δάκρυα, τό φίλημα.
Πρότυπο και για τον ίδιο τον ποιητή, η ποίηση που τον απελευθερώνει με τις λέξεις και τις εικόνες και μετατρέπει τον πραγματικό κόσμο σε ένα υφάδι μουσικής, ταξιδιού και ονείρου!
Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης