Λάρισα: «Τους έδωσα στο κεφάλι και τελείωσε, την πλήρωσε άδικα ο ένας» – Τα ψυχρά λόγια του δολοφόνου πριν αυτοκτονήσει

Όπως έλεγε ο μεγάλος μας πατέρας με το μικρό του μουστάκι “τα δέντρα πεθαίνουν όρθια”

Από Αναστασία Κολυβά

Λίγο πριν από την αυτοκτονία του, ο 60χρονος Δημήτρης Κολτσίδας παραχώρησε συνέντευξη στο STAR για το διπλό φονικό που διέπραξε στους Γόννους Λάρισας το Σάββατο 8/2, με θύματα έναν ξυλουργό από τη Σκιάθο και έναν διανομέα από τον Βόλο. Η συνομιλία του με το STAR πραγματοποιήθηκε στις 12:41, όπου περιέγραψε με ψυχρότητα τις δολοφονίες, λέγοντας πως ο ένας από τους άνδρες «έφυγε» άδικα, καθώς δεν τον γνώριζε.

Ο ίδιος ανέφερε ότι η πώληση μηχανημάτων, για τα οποία έλαβε γραμμάτια χωρίς αντίκρισμα, τον οδήγησε στο σημείο να πυροβολήσει τους δύο άνδρες στη Λάρισα.

Η συνέντευξη που έδωσε ο δράστης της Λάρισας λίγο πριν αυτοκτονήσει

YouTube player

«Γύφτος μου φαίνεται που τον έριξα στο κεφάλι. Ο άλλος ο οδηγός δεν πρέπει να είναι γύφτος. Την έφαγε τζάμπα αυτός, άστο γ… Τέλος πάντων, έρχονται. Με το που έρχονται να πούμε του λέω “μάγκα τι γίνεται; Άλλο νούμερο μου είχες δώσει να ελέγξω και άλλα και πάει να με κάνει μαρς. Επειδή εγώ ήμουν με τις πατερίτσες νόμιζε, ότι θα με έκανε καλά. Τον κάνω ένα άδειασμα και του δίνω μια στο κεφάλι με το 38άρι και δίνω και μία στον άλλο, τον, πως τον λένε, τον οδηγό. Και τους έδωσα στο κεφάλι και τελείωσε. Την πλήρωσε άδικα ο οδηγός. Αλλά τη δουλειά πρέπει να μου την έκανε Λαρισαίος από εδώ. Δεν έχω στοιχεία.

Χειροβομβίδες έχω και εκρηκτικά έχω. Και καλάσνικοφ. Κορίτσι μου, όπως έλεγε ο μεγάλος μας πατέρας με το μικρό του μουστάκι “τα δέντρα πεθαίνουν όρθια”. Εγώ μία φορά θα ψοφήσω. Δύο δεν θα ψοφήσω. Έναν καφέ ζητάω. Θέλω έναν καφέ να ηρεμήσω και να το συζητήσω»., συμπλήρωσε στη συνέχεια.

Ο δολοφόνος και αυτόχειρας είπε πως του χρωστούσαν χρήματα για την πώληση μηχανημάτων:

«Επειδή είμαι άρρωστος πούλησα, πουλάω τα μηχανήματα από το εργοστάσιο. Τώρα ποιος τους είπε για εμένα, δεν ξέρω. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ξυλουργοί. Ήρθε με έναν γύφτο αυτός στην αρχή.

Με παίρνει τηλέφωνο αυτός ο Τ…, στο επίθετο Τ… και μου λέει θα έρθουμε και θα σου δώσω επιταγές. Με έπεισε, πολύ καλός στο ψηστήρι. Μου δίνει τα στοιχεία του, τα; ελέγχω λοιπόν γκαραντί.

Ήρθαν να πούμε, φορτώνουν τα μηχανήματα αλλά ήταν άλλες οι επιταγές, άλλος λογαριασμός. Φεύγουν αυτοί και λέω δεν ελέγχω λίγο. Ελέγχω και λέει καμία σχέση αυτά τα φύλλα με το προηγούμενο όνομα.

Την πάτησα λέω και δεν μίλησα καθόλου. Το έπαιζα βλάκας εγώ να πούμε. Λέω ρε… με εμένα που δεν έπρεπε να μπλέξετε είναι, με εμένα. Τέλος πάντων βγάζω αγγελία ότι πουλάω και άλλο ένα μηχάνημα. Με παίρνουν τηλέφωνο. “Γεια σου μπορούμε να έρθουμε;”. Λέω “ναι, αυτή είναι η τιμή”. Μου λέει αυτή τη φορά θα στα βάλω χιλιάρια τα… Τέλος πάντων από τα 32.000 πήρα τα 2000. Έτσι; Δύο χιλιάρικα.

Και δεν μιλάω καθόλου. Το παίζω Αλέκος. Εγώ ξέρω την αγορά, αυτοί οι (…) αν σε ρίξουν, λεφτά από αυτούς δεν παίρνεις».

Exit mobile version