Ηλίας Κλωναρίδης: Η δωρική στεντόρεια φωνή του λαϊκού και έντεχνου πενταγράμμου

Αποκλειστική συνέντευξη – Ηλία Κλωναρίδη:

Ηλίας Κλωναρίδης: Η δωρική στεντόρεια φωνή του λαϊκού και έντεχνου πενταγράμμου

Άννα Τριτσαρώλη

Το σγουρομάλλικο αγόρι  έψελνε με την αγγελικάτη του φωνή και σε κλίμα κατάνυξης  σαγήνευε τις Κυριακές τους πιστούς στο εκκλησάκι του χωριού  λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο Περιβολάκι Λαγκαδά. Ο μικρός Ηλίας παιδί πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας, όταν δούλευε στον κάμπο, τραγουδούσε Καζαντζίδη και κούρδιζε το ρολόι του χρόνου, για να τον πάνε οι δείκτες του στο μέλλον σε μια πίστα με το κοινό από κάτω να τον αποθεώνει και πέρασαν τα χρόνια και ο μικρός μεγάλωσε κι έγινε ο μεγάλος σταρ του πενταγράμμου, που μας κάνει τη τιμή να βρίσκεται σήμερα μαζί μας για το δικό σας χειροκρότημα κι εμείς εδώ στρώσαμε το βελούδινο πορφυρένιο χαλί της υποδοχής, για να βαδίσει ο θρυλικός ερμηνευτής. Ηλία Κλωναρίδη σε καλωσορίζω στην onenews.gr και θέλω πραγματικά να σε ευχαριστήσω, που αποδέχτηκες  την πρόσκληση, γιατί γνωρίζω, ότι αποφεύγεις γενικότερα  την έκθεση και δε δίνεις  εύκολα συνεντεύξεις.

Γεια σου Άννα. Σε συγχαίρω για τον ένθερμο πρόλογο και τον ποιητικό σου λόγο, με άφησες άναυδο με αυτό το ωραίο εγκώμιο, σ’ ευχαριστώ πολύ. Με χαρά αποδέχτηκα την πρόσκληση, για να έρθω στην παρέα σας και πάντα είμαι ανοιχτός, πόσο άλλο, όταν βρίσκω έναν άνθρωπο σαν εσένα  με περιεχόμενο, για να μιλήσω.

Η δωρική ,στιβαρή, βυζαντινή  φωνή σου με μια ανατολίτικη χροιά  με τις τεράστιες δεξιότητες, την έκταση, τον όγκο και τη σωστή  τοποθέτησή της είναι το σπάνιας αξίας μουσικό όργανο, που σου δώρισε αφειδώς η φύση. Από το ψαλτικό συναξάρι και το εκκλησιαστικό αναλόγιο στο μικρόφωνο και στην πίστα; κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα Ηλία Κλωναρίδη;

Ναι περίπου. Πρέπει να πω, ότι υπάρχει στο dna της οικογένειάς μου  η φωνή και η καλλιτεχνία, τραγουδούσαμε όλοι μας, οι αδερφές μου κι ο αδερφός μου, αλλά εγώ κι ο μεγάλος μου αδερφός, ο Γιάννης Κλωναρίδης,  που έφυγε από τη ζωή πριν έξι χρόνια,  είχαμε έφεση στη βυζαντινή μουσική, την ψαλτική, ξεχωρίσαμε κατά κάποιον τρόπο με το ίδιο γονιδίωμα. Ο μεγάλος μου αδερφός λοιπόν, που  ζούσε στην Καβάλα τα περισσότερα χρόνια έχοντας φύγει από το σπίτι στα δεκαεπτά του, ήταν πάρα πολύ μεγάλος ψάλτης, στο χώρο αυτό τον ξέρουν όλοι κι εγώ τον είχα ως ίνδαλμα. Επιπλέον και ο πατέρας μου με ώθησε στην ψαλτική και από δεκατριών ετών παιδί στα δεκατέσσερα με έστειλε σε ένα συμμαθητή του αδερφού μου, ο οποίος ήταν στο χωριό και μου δίδαξε με ειδικά βιβλία τη βυζαντινή, τους χαρακτήρες, τη γραφή,1ος  ,2ος  ,3ος 4ος ήχος κ.λ.π, πλάγιους, βαρείς, οχτώ ήχους, που  κάθε ήχος έχει τη δική του κλίμακα  κι αν ξέρεις να χρησιμοποιείς τις κλίμακες βγάζεις ένα πλούσιο ήχο και σου τα λέω όλα αυτά, για να  σου εξηγήσω, ότι για τη μετέπειτα πορεία μου στο τραγούδι πήρα πολλά εφόδια από τη βυζαντινή παράδοση, που έχει ένα πλούτο ήχων και μουσικών χρωμάτων, τα μακάμ. Είχα πάντα την θέληση να διδαχτώ από μεγάλους δασκάλους και την περιέργεια να μάθω και πάντα είχα απορίες, που τις εξέφραζα. Βρέθηκα λοιπόν στην ηλικία των δεκαοχτώ  πριν το στρατό το 1966  στην εκκλησία ενός διπλανού χωριού, στο Ηράκλειο σε μια βάπτιση ,όπου έγινα νονός κι εκεί ο ιερέας του χωριού, που γνώριζε ,ότι ψέλνω μου ζήτησε να αναλάβω καθήκοντα εκείνη τη μέρα, που δεν υπήρχε ψάλτης. Δέχτηκα παρόλο, που δεν ήξερα τη διάταξη, το τυπικό ,αφού δεν ήμουν επαγγελματίας και ανακάλυψα, ότι μου άρεσε πάρα πολύ και πήγαινα με μια λαχτάρα μέσα στη δυστυχία και τη φτώχεια, που μας έδερνε.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης, να υποθέσω, ήταν το καλλιτεχνικό σου πρότυπο, που επηρέασε τη μουσική σου κατεύθυνση;

Ναι βέβαια ο Στέλιος Καζαντζίδης πάνω από όλους, υπήρχαν φυσικά και άλλοι, όπως ο Αγγελόπουλος, ο Γαβαλάς και μετά το 1970 και ο Διονυσίου και μετά όλοι είχαν τη διαδρομή τους, την αξία τους κι ο καθένας ξεχώριζε από το δικό του τρόπο ερμηνείας και το ιδιαίτερο χρώμα φωνής. Ο Καζαντζίδης ειδικά μετά το ΄60, που είχα πια αρκετά ακούσει και μπορούσα να κρίνω, ομολογώ ,ότι με κάλυπτε απόλυτα από θέμα τοποθέτησης και όγκου φωνής, άρθρωσης, τεχνικής, όπως λέμε, είχε όλα αυτά τα στοιχεία. Επιπλέον ο Στέλιος  έλεγε τραγούδια, που μας εξέφραζαν, για ξενιτειά, πείνα και για εμάς τους ταλαιπωρημένους νέους του χωριού, αυτά ήταν το βάλσαμο μας.

Στα νεανικά σου χρόνια άκουγες μόνο ελληνική μουσική ή είχες και ξένα ακούσματα ;

Όχι δεν ήταν του γούστου μου τα αγγλόφωνα τραγούδια και γενικότερα τα ξένα και δεν έφταναν μέχρι το χωριό, δεν υπήρχε καν ραδιόφωνο τότε, το ΄65 πήραμε ένα φορητό με μπαταρίες. Τότε λοιπόν  άρχιζα να ακούω τους καλλιτέχνες της εποχής ακούγαμε Ζαμπέτα, Μοσχολιού, Τζανετή, Ξανθόπουλο, Κόκοτα και άλλους.

Γνωρίζεις κάποια στιγμή το Χρήστο Νικολόπουλο, που ήδη είχε γράψει τα πρώτα τραγούδια του για τη φωνή του Καζαντζίδη, ακούει τη σπουδαία  φωνή σου και τι γίνεται τότε;

Εγώ υπηρέτησα στο στρατό την περίοδο  ’69΄70 71 για  27 μήνες, όπου για 22μήνες  υπηρέτησα ως πεζοναύτης  σε ένα στρατόπεδο στην Αθήνα και ήταν ό,τι καλύτερο για μένα, για να μπορέσω να κάνω γνωριμίες και να εξελιχθώ στη δουλειά μου πραγματοποιώντας το όνειρό μου. Ένας καλός μου  φίλος  και μετέπειτα κουμπάρος  γνώρισε κάποιον συνάδερφο φαντάρο, που ήταν από το χωριό του Χρήστου Νικολόπουλου και του ζήτησα να με φέρει σε επαφή μαζί του. Αναζητήσαμε τη διεύθυνσή του και τον βρήκαμε στο Γαλάτσι, όπου και τον επισκεφτήκαμε. Με άκουσε ο Χρήστος και με σύστησε σε μια εταιρεία, που συνεργαζόταν  τότε ο ίδιος  την Polyphon και έκανα ακρόαση. Μου είπαν λοιπόν, ότι θα πρέπει να καλλιεργήσω τη φωνή μου τραγουδώντας σε κάποιο μαγαζί, παρένθεση δεν είχα ακόμα τραγουδήσει σε πίστα και ακολούθως με σύστησαν σε ένα λαϊκό κέντρο της Ιεράς οδού στο Αιγάλεω, στο «Ηλιοβασίλεμα» .Εκεί γνώρισα τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και το Δημήτρη Ξανθάκη κι εκεί για μένα ήταν η πρώτη επαφή με το ζωντανό πρόγραμμα με το σχετικό τρακ, αλλά ήταν σχολείο για μένα και εμπλούτισα το ρεπερτόριό μου. Βρέθηκα στη συνέχεια να τραγουδάω σε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Κάποιος από το διπλανό καμπαρέ στην  Τρούμπα, που ήταν μουσικός κι έπαιζε μπουζούκι, εκεί, που κάναμε διάλειμμα έξω, μου λέει, είσαι καλός, γιατί δεν πας σε εταιρεία να σε ακούσουν, του εξήγησα, ότι πήγα και δεν έγινε τίποτα. Μου είπε τότε, ότι θα το αναλάμβανε αυτός. Ο άνθρωπος αυτός λεγόταν Κώστας Κατσίγρας, δεν ζει κι αυτός δυστυχώς, ο αδερφός του ήταν ο Νέστωρ Δάνας, ενορχηστρωτής τότε στην Columbia και μου ζητάει να γράψω κάτι σε κασέτα να την δώσει στο διευθυντή παραγωγής. Τότε ήταν η περίοδος, που η Columbia ήθελε να ανανεώσει το δυναμικό της, γιατί είχε αλλάξει χέρια και από το Λαμπρόπουλο πέρασε στους Άγγλους κι αυτοί είχαν ένα Ιταλό κάποιον binioti διευθυντή, ο οποίος δεν ήξερε καθόλου ελληνικά, αλλά ήταν καλός μάνατζερ και ήθελε εκσυγχρονισμό.

Είσαι ένας διαχρονικά επιτυχημένος τραγουδιστής του λαϊκού ρεπερτορίου, όπου εδώ και σαράντα χρόνια  πρωταγωνιστείς   στη μουσική λαϊκή σκηνή και γεμίζεις ασφυκτικά τα νυχτερινά κέντρα, όπου εμφανίζεσαι .Το όνομά σου συνδέθηκε με την τηλεοπτική εκπομπή « Να η ευκαιρία», το τηλεοπτικό talent show του 1980, μέσω της οποίας μας συστήθηκες τηλεοπτικά  ερμηνεύοντας κάποιο τραγούδι και κάπου διάβασα, ότι πήρες μέρος ως ταλέντο και μάλιστα, ότι κέρδισες και το πρώτο βραβείο. Αληθεύει;

Όχι δεν αληθεύει. Θα σου τα εξηγήσω με τη σειρά. Για να φτάσω λοιπόν στο «Να η ευκαιρία» προηγήθηκε η ακρόαση στη Columbia, ήταν τέτοια εποχή το 1977 . Εκεί υπήρχαν και άλλοι διαγωνιζόμενοι, καμιά δεκαπενταριά, εγώ προς τους τελευταίους, αλλά είχαν πληροφορηθεί για μένα, με περίμεναν απαρτία διευθυντές, παραγωγοί, πωλητές, καμιά δεκαριά άτομα πάνω στην κονσόλα . Στο πιάνο λοιπόν έπαιζε ο Γιώργος ο Νιάρχος, καλός μουσικός, στο ελαφρό τραγούδι πάρα πολύ ωραίος και καλό παιδί. Λέω λοιπόν το «Γιατί τον σκότωσαν το γελαστό τον ποιητή» του Καλδάρα σε στίχους Πυθαγόρα, το έλεγε ο Νταλάρας εκείνη την εποχή. Του έκανε εντύπωση ο τόνος ντο δίεση, που είναι δύσκολος και για προχωρημένους μουσικούς και το είπα χωρίς πρόβα και με ένα γύρισμα εντυπωσιακό για φινάλε, που εκεί φαίνονται τα προσόντα σου. Μου ζήτησαν να πω ακόμα ένα και είπα «Αχ ο μπαγλαμάς» του Καλδάρα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και με ενέκριναν πανηγυρικά. Μου είπαν λοιπόν να μη χαθούμε και μου ζήτησαν να υπογράψω συμβόλαιο.

Αντιλαμβάνομαι, ότι αυτοί οι άνθρωποι σε ενθάρρυναν για τα πρώτα σου βήματα, διέκριναν το ταλέντο σου, εκτίμησαν σαφώς τη σπουδαία φωνή σου και δικαίως, αφού είχες μια αναγνωριστική φωνή ιδιαίτερης χροιάς, που σε ξεχώριζε ως ερμηνευτή  και η διαδρομή της  καλλιτεχνικής σου πορείας ήταν προδιαγεγραμμένη. Σε ακούμε να τραγουδάς και η φωνή σου μας διεγείρει συναισθήματα, νιώθουμε δέος. Ξεκινάς λοιπόν  την καριέρα σου στις αρχές της δεκαετίας του  ’70  και στα χρόνια, που ακολούθησαν οι συνθέτες  και στιχουργοί, που  συνεργάστηκες άφησαν το αποτύπωμά τους στην καριέρα σου. Γιάννης Μαρκόπουλος και «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι »σε ποίηση Διονυσίου Σολωμού, όπου δίνεις το στίγμα της φωνής σου  δίπλα  στον Νίκο Ξυλούρη, το Λάκη Χαλκιά και την Ειρήνη Παππά.

Από την Columbia με έστειλαν στο Μαρκόπουλο ένα αξιόλογο δημιουργό για ένα σωστό ξεκίνημα. Ήταν η περίοδος ,που συνέθεσε τους Ελεύθερους πολιορκημένους, όπως αναφέρεις κι εκεί συμμετέχω  για πρώτη φορά κι εγώ στο έργο αυτό  με δύο μέρη, όπου έδειξε η φωνή μου με το «Άκρα του τάφου σιωπή», που είχε βυζαντινοδημοτικά στοιχεία, μια εισαγωγή και μετά έμπαινε το τραγούδι με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη «Άκρα του τάφου σιωπή».

Εξαργυρώνεις επίσης  τη δισκογραφική σου επιτυχία με τις εμφανίσεις σου στη «Φαντασία» με Στράτο Διονυσίου, Δούκισσα, Μιχάλη Μενιδιάτη, Νίκο Νομικό, Μπέσσυ Αργυράκη, χρονιά σταθμός στην καλλιτεχνική σου πορεία και η κορύφωση στην καριέρα σου. Ακολουθούν συναυλίες στο εξωτερικό, Λονδίνο, Παρίσι, Αμερική, Κύπρο. Έκανες λοιπόν  και εμφανίσεις εκτός Ελλάδας και γινόσουν η μουσική γέφυρα, που ενώνει τους Έλληνες  με την Πατρίδα σε κοινά  μουσικά  ακούσματα και οι αίθουσες γέμιζαν ασφυκτικά. Είναι διαφορετικό αυτό το κοινό εν συγκρίσει με το εγχώριο, πιο ενθουσιώδες ίσως;

Το 1973 πήγα στην Αυστραλία,  στη Μελβούρνη ,όπου και δουλεύαμε έξι μέρες, ένα ρεπό κάναμε Κυριακή. Έμεινα για  8 μήνες την πρώτη φορά και ξαναπήγα. Εκεί τα τραγούδια έφταναν μετά από έξι μήνες, δεν υπήρχε ενημέρωση, τηλεοράσεις, εκπομπές, μόνο κάποιο ραδιόφωνο και τα νέα των Ελλήνων ήταν μια-δυο ώρες και η νοσταλγία έντονη. Πέρασα πάρα πολύ καλά, γιατί όποιο σουξέ δοκιμασμένο υπήρχε, εγώ το λανσάριζα εκεί πέρα και υπήρχε σίγουρα επιτυχία. Πραγματικά έδωσα την ψυχή μου εκεί κι έλεγα τα τραγούδια, ας πούμε το «Στο’πα και στο ξαναλέω», που το είχε πει η Μαρίζα Κωχ  και επειδή έγινε μεγάλη επιτυχία εδώ το είπα εκεί και τρελάθηκε ο κόσμος. Ένα άλλο προγενέστερα το «Ήλιε μου σε παρακαλώ» του Λοϊζου, που το  λέει ο Νταλάρας, έχει ακουστεί κι εγώ το πέρασα κι έγινε εθνικός ύμνος εκεί.

 «30 χρυσές επιτυχίες του Γιάννη Μαρκόπουλου» ένα διπλό άλμπουμ και  σε δεύτερη εκτέλεση « ο Σκλάβος»(η πρώτη εκτέλεση του Γιώργου Νταλάρα στο δίσκο «Σεργιάνι στον κόσμο»1979). Αυτό πώς το σχολιάζεις;

Ήταν τότε η εποχή των συναυλιών και θυμάμαι  παρουσιάσαμε στο Μεσολόγγι, στην  επέτειο της εξόδου το «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» με φοβερή επιτυχία και όταν άκουσαν την εισαγωγή Άκρα του τάφου σιωπή κι επειδή ήταν στα δικά τους ακούσματα καταχειροκροτήθηκα. Η συνεργασία με το Μαρκόπουλο είχε και συνέχεια, κάναμε παραστάσεις  παντού στην περιφέρεια ,στο εξωτερικό, στο Λονδίνο και σε δισκογραφία .

1982 και η συναυλία στο Ηρώδειο, όπου η καριέρα σου απογειώνεται με το διπλό δίσκο «Σειρήνες» σε ποίηση του Κώστα Γεωργουσόπουλου και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου

Σαφώς μεγάλος, ωραίος συνθέτης ο Μαρκόπουλος, συνεργάσιμος, συνεργαστήκαμε καλά, «Σειρήνες», «Τα βαριά λαϊκά», «οι ρίζες» .Στις «Σειρήνες»  η συμμετοχή μου ήταν καθολική περίπου, είχα τον πρώτο και κύριο  λόγο σε ένα πραγματικά υπέροχο έργο, που ομολογώ, ότι με είχε στύψει, για να βγάλω τον καλύτερο εαυτό μου. Ο Μαρκόπουλος στηρίχτηκε πάνω μου, δεν μου έκανε χάρη, γιατί τότε, που κάναμε τις  «Σειρήνες» ήμουν στα πάνω μου. Τελικά πήρα και τα εύσημα από το  Γεωργουσόπουλο, που υπογράφει και τα τραγούδια. Έγινε και η συναυλία στο Ηρώδειο, πριν ηχογραφηθεί ο δίσκος και ήταν μία φανταστική βραδιά για μένα. Ο Γεωρουσόπουλος  μου λέει, πω πω μου τα είπες υπέροχα και του λέω, χαίρομαι, που σας άρεσε. Από τον Μαρκόπουλο όμως αναγκάστηκα να φύγω, γιατί δεν υπήρχε συνέχεια με τον άνθρωπο και πήγα στο ελεύθερο, το λαϊκό τραγούδι τέλος πάντων. Με το έντεχνο παρακολουθούσα και ήμουνα πάντα, αλλά δεν μπορώ να πω, ότι συνέχιζα να το υπηρετώ αποκλειστικά. Άλλωστε τότε δεν υπήρχε αυτό σαν ταμπέλα, όπως τώρα λέμε από τον Παπάζογλου και μετά ήρθε ένα άλλο είδος, η  νέα μουσική σκηνή με αξιόλογους δημιουργούς και δεν μπορώ να πω, ότι κατατάχθηκε σε αυτό το είδος, εγώ ήμουν με το Μαρκόπουλο, που είναι όντως το έντεχνο σαν εποχή του ΄60- ΄70. Ο Μαρκόπουλος δεν έγραψε αποκλειστικά τραγούδια για μένα, εννοώ ένα ολοκληρωμένο δίσκο και ζήτησα από την εταιρεία να με συστήσει στον Άκη Πάνου. Όντως με  άκουσε ο Άκης Πάνου στο στούντιο, πέρασα μια μέρα και αν και κουρασμένος είπα «Η ζωή μου όλη»  και «Σε πότισα το πιο γλυκό μου δάκρυ», που το είχε πει ο Μπιθικώτσης πρωτύτερα με άλλο στίχο. Τέλος πάντων, μου  λέει, ωραία λαϊκός είσαι, θα πάρω την ταινία να την εξετάσω, να την ακούσω καλά κι αν τα βρούμε ,θα κάνουμε δουλειά. Τελικά δεν τα βρήκαν με την εταιρεία και δεν υπήρξε συνέχεια.

Το 1979 όμως συμβαίνουν σπουδαία γεγονότα στην καριέρα σου. Κυκλοφορεί ο πρώτος προσωπικός δίσκος με τίτλο «Ηλίας Κλωναρίδης» ,που περιλαμβάνει βεβαίως και άλλα τραγούδια, όπως «Δρόμοι της Αθήνας», «Όταν θυμάμαι εσένα», «Άνοιξε ουρανέ» και έρχεται στο δρόμο σου  ο Γιώργος Κατσαρός,  ο οποίος εμπιστεύτηκε  στη φωνή σου αρκετά απαιτητικά κομμάτια.

Ο Κατσαρός, αφού άκουσε το δείγμα «Άκρα του τάφου» του Μαρκόπουλου», είπε ,μου κάνει, γιατί έχει δικό του χαρακτήρα ο άνθρωπος, έχει περιεχόμενο. Τότε μετρούσε η φωνή σίγουρα. Εγώ είχα επιφυλάξεις, γιατί ναι μεν ο Κατσαρός ήταν καλός μουσικός, έκανε μεγάλες επιτυχίες, αλλά δεν ήμουν σίγουρος, ότι ήταν ο κατάλληλος για μένα. Ο Κατσαρός συνεργαζόταν με το μεγάλο στιχουργό Πυθαγόρα. Έτσι  ξεκίνησε ο Πυθαγόρας  να γράφει, πήγαμε πολλές φορές στο σπίτι του στο Μαρούσι, επιλέγαμε το στίχο  και μετά τα έπαιρνε ο Κατσαρός και τα μελοποιούσε. Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος προσωπικός μου δίσκος, που φέρει το όνομά μου «Ηλίας Κλωναρίδης» και μέσα από εκεί βγήκαν οι δύο μεγάλες επιτυχίες «Δρόμοι της Αθήνας» και ο « Αυγερινός».

Και κάπως έτσι  γεννιέται Ο «Αυγερινός», το  διαχρονικό κομμάτι, που σημάδεψε την πορεία σου, που ξεχώρισε κι  έμελλε να γίνει συνώνυμο της επιτυχίας σου και που μέχρι σήμερα σε χαρακτηρίζει, βεβαίως με την υπογραφή του Γιώργου Κατσαρού, που σου έδωσε το εισιτήριο.

Αυτό το τραγούδι έχει μία μικρή ιστορία, που θα σου τη διηγηθώ αμέσως. Έκανε τότε  ένα εορταστικό  πρόγραμμα ο Κατσαρός  ενόψει Χριστουγέννων κάτι τέτοιο μάλλον και είπα ένα τραγούδι του Νίκου Γούναρη τον «Αλλάχ» και ήταν παρών ο Πυθαγόρας με το διευθυντή παραγωγής το Γιώργο τον Πετσίλα. Αφού με άκουσαν, ειδικά ο Πυθαγόρας σε αυτό το τραγούδι διέκρινε μια άλλη παράμετρο της φωνής μου και είπε στον Πετσίλα, μήπως κάναμε λάθος στο είδος των τραγουδιών, που του δώσαμε; και ο Πετσίλας του απαντά κάτσε γράψε ένα τραγούδι και του δίνει ακριβώς την εικόνα, την ιδέα ,σαν ένα μοιρολόι, σαν κάποιο ερωτευμένο να κάθεται σε ένα παγκάκι χαράματα με το σακάκι στον ώμο κι έτσι ο Πυθαγόρας σκάρωσε τον Αυγερινό, που γράφτηκε κατά παραγγελία. Ο Αυγερινός έχει το  απλό ερωτικό στοιχείο στο ρεφρέν, που εύκολα μπαίνει στο στόμα του κόσμου κι έτσι έγινε η μεγάλη επιτυχία. Πριν τον «Αυγερινό» στον ίδιο δίσκο προηγήθηκε η επιτυχία «Δρόμοι της Αθήνας»,που ξεχώρισε, γιατί ήταν σε λάτιν ήχο και ρυθμό.

Πώς κρίνεις τα σημερινά talents shows εν συγκρίσει με εκείνη την εποχή; Έχουμε στραμμένη την προσοχή μας, για να το σχολιάσεις.

Σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα, δε μετράει τόσο η φωνή, σίγουρα όμως υπάρχουν καλές φωνές και ταλαντούχα παιδιά, αλλά ο ένας αντιγράφει τον άλλον, μιμούνται ο μίμος το μίμο και τότε υπήρχαν, αλλά όχι αυτή η πληθώρα, που υπάρχει σήμερα. Έχουν αλλάξει και οι επιλογές των τραγουδιών και τα τραγούδια είναι αντιγραφές. Αντίστοιχα στο έντεχνο βρίσκεις όντως καλά τραγούδια, όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Νίκος Ζούδιαρης, ο Ανδρέου, που έχουν και ένα ελληνικό ήχο και φυσικά πολύ καλό στίχο.

Θα ήθελα ακόμα να μου πεις, αν σήμερα ξεκινούσες την καριέρα σου, θα δήλωνες συμμετοχή σε έναν μουσικό τηλεοπτικό  διαγωνισμό και αν αυτή τη στιγμή  σου γινόταν μια πρόταση, για να συμμετέχεις ως κριτής, θα δεχόσουν; 

Εγώ, αν ήμουν νέο παιδί θα πήγαινα, γιατί δεν έχουν τα παιδιά άλλο τρόπο, άλλη επιλογή και διέξοδο να παρουσιαστούν, για να τους ακούσει ο κόσμος, να τους  μάθει, το θέμα είναι, ότι βάζουν  ξένα τραγούδια, αγγλόφωνα,  με ενοχλεί αφάνταστα λες και είμαστε σε άλλο κράτος, δε μπορείς να βάζεις εφτά οχτώ ξένα τραγούδια και δυο τρία ελληνικά και τί ελληνικά ,του συρμού, σπάνια ακούς τραγούδια καθαρόαιμα, λαϊκό δεν ακούς, το ευτέλισαν δυστυχώς.  Κριτής δεν υπάρχει τώρα πια, το πήγαν αλλού το θέμα, δεν υπάρχει πλέον σοβαρότητα και κρίση ορθή και οι κριτές, για να είναι αρεστοί στον κόσμο κρίνουν τους μέτριους ως φωνάρες. Στην αρχή βγήκαν κάποια παιδιά, έκαναν καριέρα ,αλλά όσο πάει το ευτελίζουν. Στενοχωριέμαι για τα νέα παιδιά, που ενθουσιάζονται πάρα πολύ και μετά πέφτουν στη λήθη, τους αδειάζουν,  αλλά η πραγματικότητα είναι σκληρή, παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, πρέπει να δουλέψουν και χρήμα και… και…και.

Είναι  δύσκολο για το σημερινό νέο τραγουδιστή  να κυνηγήσει το όνειρο;

Ναι είναι δύσκολο, γιατί θα  πρέπει ο τραγουδιστής να έχει άλλα προσόντα, να είναι καπάτσος, πηδηχτούλης, ωραίος ,γυμνασμένος, άντε να έχει και καμιά φωνούλα, αλλά και πάλι δεν είναι σίγουρο. Πλύση εγκεφάλου. Δεν ξέρω τι να συμβουλεύω, έχω χάσει κι εγώ πλέον τις αξίες σήμερα, πάντα θα λέω σε αυτούς, που ενδιαφέρονται δυο καλά περί τραγουδιού, περί ερμηνείας, αλλά πολλοί δεν τα είχαν και διέπρεψαν, οπότε  τί συμβουλή να δώσεις, αφού αυτή η εποχή τρέχει με χίλια και δεν υπάρχουν πια αυτοί, που διαπρέπουν, επειδή αξίζουν, διαπρέπουν και οι μετριότητες . Ωστόσο, δεν μπορώ να αποτρέψω να πάνε  τα παιδιά.

Γνώρισες τη χρυσή εποχή του ελληνικού τραγουδιού, τότε, που ο καλλιτέχνης δούλευε έξι ημέρες την εβδομάδα και ο κόσμος είχε άλλη διάθεση και  διασκέδαζε μέχρι το πρωί. Από τότε η κατάσταση στη νυχτερινή διασκέδαση έχει αλλάξει δραματικά και οι περισσότεροι  καλλιτέχνες δουλεύουν πια διήμερα -τριήμερα. Στη δική σου περίπτωση τι ισχύει;

Σίγουρα υπήρχε δουλειά τότε όντως, γιατί είχε άλλη άνεση ο κόσμος, δεν του είχανε φορτώσει τόσα πολλά προβλήματα, όπως τώρα, όλο πληρώνεις και δεν τελειώνεις ποτέ. Δύσκολα βρίσκεις μεροκάματο και ο πληθωρισμός, η ακρίβεια ,βρήκαν αφορμή τον πόλεμο, αλλά και πριν ξεκίνησαν αυτό το πράγμα, δεν ξέρω τί σύστημα είναι αυτό και που θα βγει.

Σήμερα βλέπουμε να γίνονται συνεργασίες, καλλιτέχνες  να διασταυρώνουν τους δρόμους τους και να συναντώνται  στις πίστες. Τα μουσικά σχήματα είναι μια δοκιμασμένη συνταγή; Την τελευταία δεκαετία με ποιους καλλιτέχνες συνυπήρξες επί  σκηνής ;

Την τελευταία δεκαετία δεν μπορώ να πω ,ότι συνεργάστηκα με άλλους, είχα πάει σε μικρούς χώρους, σε μεζεδοπωλεία, καφέ κι εκεί έλεγα ό,τι τραγούδι ήθελα, ελεύθερα και μου άρεσε. Βέβαια δεν είχε χρήματα, γιατί αν δεν είχε σαμπάνιες και λουλούδια δε βγαίνανε λεφτά, αλλά ήταν ήσυχα κι ωραία, δεν έλεγα ένα πρόγραμμα πακεταρισμένο, κονσέρβα κάθε βράδυ, έλεγα έντεχνο και ό,τι μου άρεσε, αλλά και είχα  μια επαφή με τον κόσμο, σαν συντροφιά.

Οι συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες κυλούν πάντα ομαλά; Ποιος θα ήταν ο πιο σοβαρός λόγος, για να αποχωρήσεις από ένα σχήμα;

Έχουν προβλήματα δυστυχώς στο θέμα της ταμπέλας. Εγώ ήμουν σίγουρος για τη φωνή μου και υποχωρούσα στις ταμπέλες, με έπιαναν κορόιδο, αλλά δεν έδινα σημασία σε τέτοιες μικρότητες. Ο μόνος λόγος για να αποχωρήσω ήταν να μην πληρώνομαι και έχω φύγει γι’ αυτό το λόγο.

Κάποια στιγμή, ενώ ερμήνευες λαϊκό, χωρίς να κάνεις εκπτώσεις στο ρεπερτόριό σου, αποφασίζεις να κάνεις στροφή στο έντεχνο. Ποια ήταν τότε η αντίδραση του κοινού σου; Επιπλέον θέλω να μου πεις, ήταν καθαρά δική σου απόφαση ή καθοδηγήθηκες από κάποιον;

Στο έντεχνο μπήκα από το Μαρκόπουλο τότε .Το έντεχνο πάντα υπήρχε παράλληλα. Έκανα ,όπως σου είπα  δίσκο με τον Αυγερινό, ακόμα και το δεύτερο με τον Καλδάρα, αλλά τον Καλδάρα δεν μπορείς να τον πεις έντεχνο, ήταν ένας καλός λαϊκός συνθέτης.

Η επιτυχημένη πορεία σου  μαρτυρά, ότι έκανες πολύ καλές επιλογές τραγουδιών, συνθέτη, στιχουργού και δισκογραφικής εταιρείας . Αυτό ήταν πάντα  το τρίπτυχο της επιτυχίας σου εκτός από την εξαιρετική φωνή σου;

Δεν θα το έλεγα πάντα, λαθάκια έκανα κι εγώ καμιά φορά και τα έχω ακούσει τα σχολιανά μου. Όμως, αν σε κάποιο δίσκο είπα κάποια τραγουδάκια, που δεν ήταν του γούστου μου, όμως αυτό συνηθίζεται, για να τραβήξει ένας δίσκος εμπορικά και να αναδειχθούν τα πιο δυνατά τραγούδια. Παράδειγμα στο δίσκο «Οι θάλασσες» υπήρχε ένα τραγούδι  «Μη μου λες για τα μάτια της», που έγινε πρώτα επιτυχία και μετά ακολούθησαν το «Θάλασσες».

Ένα σχόλιο για Τάκη Σούκα θα μου κάνεις; έχεις συνεργαστεί μαζί του;

Ναι, έχω συνεργαστεί μαζί του. Ο Τάκης Σούκας μου έγραψε τέσσερα τραγούδια το 1982 συμμετοχή σε ένα δίσκο .Έχει μεγάλη ευαισθησία στη σύνθεση και πιάνει το δικό μου συναίσθημα. Έχει γράψει βέβαια μεγάλες επιτυχίες και με μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών.

Ηλία η φωνή σου μπορεί να υποστηρίξει οποιοδήποτε είδος τραγουδιού αποφασίσεις να επιλέξεις. Υπηρέτησες επάξια και το παραδοσιακό τραγούδι, όταν ερμήνευσες  μοναδικά δημοτικά τραγούδια, όπως την «Ιτιά» και τα «Παιδιά της Σαμαρίνας». Σε ποιο είδος μουσικής σε προτιμά ο κόσμος και με ποια τραγούδια σου ενθουσιάζεται περισσότερο;

Όταν ξέρεις τί θέλεις, όλα μπορείς να τα υποστηρίξεις, όταν έχεις κι ευκολία με τη φωνή, εγώ μπορώ να πω τα πάντα όντως, προσαρμόζομαι σε κάθε τραγούδι και το λέω, όπως αρμόζει. Ο κόσμος με έχει κατατάξει σε τραγούδια ακουστικά, όπως το «Θάλασσες» ,«Αυγερινός» σε τραγούδια ερμηνείας. Έχω βέβαια κι ένα ολοκληρωμένο δίσκο με δημοτικά, επιλεγμένα από εμένα τραγούδια χορευτικού χαρακτήρα με τον τίτλο «Ο Ηλίας Κλωναρίδης τραγουδάει την Ελλάδα»

Θυμάσαι ποιο ήταν το  μαγαζί, που πρωτοεμφανίστηκες  ως πρώτο όνομα πια;

Πρώτο όνομα πολύ αργότερα, γιατί μετά έβαλα μυαλό, όταν πέταξε το πουλάκι. Το 1989 πια  ήθελα ένα μαγαζί στα μέτρα μου, ν’ αρχίσω πάλι από το μηδέν,  γιατί μέχρι τότε είχα αναλωθεί, ενώ είχα μεγάλη δισκογραφική επιτυχία, όπως «ο Αυγενινός» και συμμετείχα σε μεγάλα μαγαζιά με μεγάλα ονόματα, αλλά αυτό δεν με ωφέλησε στην καριέρα μου. Ο κόσμος πρέπει να σε μάθει και να ταυτιστεί σε κάποιο χώρο, που είσαι επικεφαλής και να λένε πάμε στον Κλωναρίδη.

1983 και η μεταγραφή στην MINOS με το δίσκο «Θα ‘ρθω μαζί σου» και το τραγούδι «Θάλασσες», μια ροκ μπαλάντα του  Αντώνη Βαρδή ,τον οποίο πες μου, πώς τον γνώρισες; Ποια άλλα τραγούδια εμπεριέχονται σε αυτόν το δίσκο;

Στο τραγούδι «Θάλασσες» του Αντώνη Βαρδή ήμουν εν τη γενέσει του. Το 1980 ήμασταν το σχήμα του Ζυγού  της Πλάκας Αλεξίου, Πάριος, Γαλάνη κι εγώ νεόβγαλτος τότε. Με το ίδιο σχήμα πήγαμε  στη  Θεσσαλονίκη την περίοδο της έκθεσης  στο Zoom. Ο Βαρδής ήταν μουσικός, κιθάρα έπαιζε και μόλις είχε γράψει το «Φεύγω». Με το Βαρδή είχα μία πολύ καλή σχέση και φιλία, τον εκτιμούσα και με εκτιμούσε, γιατί ήξερε ο ένας την αξία του άλλου κι όπως εγώ τον σεβόμουν και τον παραδεχόμουν για μεγάλο ταλέντο και ευαίσθητο παιδί, έτσι κι αυτός έβρισκε σε μένα ενδιαφέροντα στοιχεία και είχαμε δεθεί πάρα πολύ, αλλά δυστυχώς χάθηκε πρόωρα και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ, ήταν καλό και ταλαντούχο παιδί και ψυχάρα, το λέω, γιατί τον έζησα. Οι «Θάλασσες» λοιπόν μπήκαν στο συρτάρι για, αν όχι τρία, τουλάχιστον για δύο  χρόνια. Όταν άλλαξα εταιρεία το 1982  κι έφυγα από την Columbia, γιατί τα πράγματα εκεί είχαν φρενάρει και δεν πήγαιναν καλά, ενδιαφέρθηκε ο Μάκης ο Μάτσας και πήγα στην Odeon, τη  Μίνως  και μου έκανε την επιλογή τότε ο Μάκης ο Μάτσας και ήθελα να κάνω το δίσκο με το Βαρδή, ο οποίος και μου έγραψε τέσσερα τραγούδια και καθυστερούσε τα υπόλοιπα και τότε ο Μάτσας μάζεψε κάποια τραγούδια από άλλους, έγραψα κι εγώ πέντε τραγούδια κι έγινε ο δίσκος.

1984 και «Τα χρόνια της θύελλας» και η συμμετοχή σου σε κινηματογραφική ταινία. Πώς προέκυψε αυτή η πρόταση;

Με πρότεινε ο Μαρκόπουλος να πω ένα τραγούδι για την ταινία. Εκεί προσάρμοσε στίχο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος «Καλύτερα ο θάνατος», ένα πραγματικά σπαρακτικό τραγούδι κι έδωσε το χρώμα αυτό, δόθηκε ένας γνήσιος ήχος, απλός με ένα μπουζούκι και μια κιθάρα και το γύρισμα έγινε σε μια ταβέρνα λαϊκή κάπου στην Κηφισιά. Μπροστά μου γινόταν το γύρισμα και ο στρατιώτης χορεύει το ζεμπέκικο και επάνω στο χορό καταρρέει  από την ταλαιπωρία. Το γύρισμα έγινε γύρω στις δεκαπέντε φορές, για να πετύχει το τέλειο αποτέλεσμα. Πραγματικά αυτός ο σκηνοθέτης, ο Τζίμας ήταν ξεχωριστή περίπτωση, δηλαδή έκανε τη δουλειά  στη λεπτομέρεια, γι΄ αυτό βγήκε αυτή η φοβερή ταινία.

1987 και η διαχρονική επιτυχία «Στου φεγγαριού την αγκαλιά »σε στίχους Ιφιγένειας Γιαννοπούλου. Σε ποιο δίσκο κυκλοφόρησε;

«Με δυο αγάπες παίζεις» ήταν ο τίτλος του δίσκου και ξεχώρισε το τραγούδι «Στου φεγγαριού την αγκαλιά». Ήταν μόνο η μουσική κι έβαλε το στίχο η Ιφιγένεια Γιαννοπούλου κι εγώ έκανα κάποιες διορθώσεις.

Αξιολογώντας τη μέχρι τώρα καλλιτεχνική σου διαδρομή πιστεύεις, ότι έχεις κάνει σημαντικά λάθη; κι αν ναι ,αν ξαναγύριζες το χρόνο πίσω, θα μπορούσες να τα αποφύγεις με κάποιον τρόπο;

Φυσικά έχω κάνει κι εγώ λάθη, για να μη στεναχωρήσω ανθρώπους, δηλαδή θα μπορούσα να πω όχι σε κάποιες επιλογές, που φαινόταν από την αρχή λάθος. Βιάστηκα να κάνω το δεύτερο δίσκο μετά τη μεγάλη μου επιτυχία με τον Αυγερινό. Δε μέτρησα δηλαδή σωστά το επόμενο βήμα για το δεύτερο δίσκο με συνέπεια ο δίσκος με τον Καλδάρα να μην είχε την ανάλογη επιτυχία.

Μιλάς για το άλμπουμ «Η συνάντηση»;

Ναι ακριβώς το 1981

Που εμφανίζεσαι  αυτή τη στιγμή;

Δεν εμφανίζομαι πουθενά, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές στα μέτρα μου, δε θέλω κιόλας πια, δεν έχω κιόλας τον ενθουσιασμό, το κουράγιο, αν θέλεις. Με εκφράζει καμιά συναυλία τώρα πια. Αν όμως κάποιο μαγαζί έχει να μου προτείνει κάτι, που να είναι σαν χώρος κατάλληλος, σε μια βολική περιοχή με ωραίο φαγητό και προσιτές τιμές θα με ενδιέφερε.

Γράφεις κι εσύ Ηλία όμως στίχους και μουσική . Είσαι πια δημιουργός και των δικών σου τραγουδιών. Είσαι συγκεντρωτικός στη δουλειά σου, σκοπεύεις να συνεχίσεις ως μοναχικός οδοιπόρος στο μουσικό δρόμο της δημιουργίας ή ,αν σου προκύψει συνεργασία με άλλο στιχουργό και συνθέτη, δεν το αποκλείεις;

Κοίταξε δεν υπάρχει τώρα βέβαια εξέλιξη και αναγνώριση των τραγουδιών, γνωστοποιήσεις να πω, γιατί δεν υπάρχουν πλέον εταιρείες και δεν ενδιαφέρονται .Κάποια τραγούδια αναρτώνται στο διαδίκτυο και όσοι τα είδαν τα είδαν τέλος πάντων. Λοιπόν θα έλεγα ναι στον καλό στίχο. Τελευταία μπήκα κι εγώ πάλι στον πειρασμό να γράψω κάποια τραγούδια κι όντως έγραψα και η αφορμή ήταν ένας φίλος από το στρατό, που γράφει ποιήματα και με έβαλε κι εμένα στην πρίζα κι έγραψα κάποια καλά τραγούδια, όπως έχω γράψει στο παρελθόν το «Αντιδρώ», ένα μεγάλο τραγούδι, το «Είδωλο», «Κορμί χωρίς ψυχή» «Παράτα με πια» «Μίλα μόνη σου» και τελευταίο «Για να μη φύγεις». Πάντα έγραφα και θαυμάζω τους στιχουργούς, που γράφουν καλά με ουσία. Απαιτώ καλό στίχο και πάντα βάζω το χέρι μου σε μέτριο στίχο, διορθώνω. Φυσικά θαυμάζω τη Χαρούλα την Αλεξίου, που έχει γράψει υπέροχα τραγούδια και στίχο και μουσική, αλλά και τη Βιτάλη και όσους έχουν το ταλέντο και μπορούν να γράψουν καλύτερα από μας, τους θαυμάζω, να μη μπούμε στα μεγαθήρια, Παπαδόπουλο ,Άλκη Αλκαίο, Νικολακοπούλου και οι τραγουδοποιοί, που γράφουν υπέροχα, όπως ο Μάλαμας, ο Θανάσης ο Παπακωνσταντίνου είναι φοβερός, τους παρακολουθώ όλους ,βέβαια.

Υπάρχει στα πλάνα σου κάτι καινούριο δισκογραφικά ;

Έχω αναρτήσει ήδη έξι από τα νέα μου  τραγούδια στο διαδίκτυο και έχω άλλα τόσα ακόμη. Τίτλους μπορώ να αναφέρω και να προτείνω κάποια τραγούδια βιωματικά,  «Τα γυαλιά της μάνας», «Αν δεν πάρω γράμμα», « Ο καθρέφτης», «Αίμα μου», « Ο φίλος» και ένα άλλο του φίλου μου και συνεργάτη μου, του μουσικού Γιάννη Δημητρακόπουλου  «Δε μου φτάνουν οι στιγμές»,  πολύ ωραίο  ερωτικό τραγούδι.

Πως διαχειρίστηκες  τον εγκλεισμό στην περίοδο του covid;

Εγώ έκανα τους περιπάτους μου στο φυσικό περιβάλλον, όπως συνηθίζω σε όλη μου τη ζωή, εδώ ,που μένω  δεν έχω καυσαέριο, αυτοκίνητα και όχλο κι έτσι το απολαμβάνω. Δεν ένιωσα πολύ την κλεισούρα, γιατί δεν έβγαινα και πολύ. Εδώ και χρόνια είμαι σπιτόγατος. Βαρέθηκα, δεν πολυβγαίνω, που και που κάποιοι φίλοι, κάνουμε κανένα prive πάρτυ, γλέντι ,αυτά μια φορά στους δυο, τρεις μήνες. Από την άλλη χόρτασα, δεν θέλω κιόλας, αν περάσουν και τα χρόνια κουράζεσαι. Δε συμβαίνει μόνο σε μένα, μιλάω και με άλλους, κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, που τελειώνουν όλα, η διάθεση, ο ενθουσιασμός.

Πιστεύεις, ότι οι δημόσιες σχέσεις και η  κοινωνικότητα δε βοηθά τη δουλειά του καλλιτέχνη; Εσύ, όταν κλείνουν τα φώτα, δε φροντίζεις να τα διατηρείς επάνω σου, αλλά έχεις  επιλέξει μια διαφορετική  συμπεριφορά της σιωπής και της σεμνότητας. Γιατί  μέχρι και σήμερα κρατάς αυτή τη στάση ζωής  στο καλλιτεχνικό  και κοινωνικό γίγνεσθαι;

Είναι θέμα χαρακτήρα Άννα μου, δε μπορώ να αλλάξω, είπαμε δε μπορώ να πάω σε πάρτι, σε λέσχες, ανέκαθεν, θα βγω όμορφα με κάποιον φίλο, δυο τρεις φίλους, να περάσουμε ωραία στο ήσυχο, τα άλλα, πως τα λένε τα Events, που φιλιούνται μάτσα-μούτσα και σκάβει ο ένας το λάκκο του αλλουνού, οι λυκοφιλίες αυτές, ξέρεις  δεν τα μπορώ.

Με την προσωπική σου ζωή δεν μας έχεις απασχολήσει, δεν έγινε ποτέ η ιδιωτική σου ζωή βορά των παπαράτσι και γενικά κρατάς χαμηλό κοινωνικό προφίλ. Θα μας πεις το λόγο;

Είναι στάση ζωής, έτσι ήμουν, έτσι θα είμαι, πατάω στα πόδια μου, δεν αρνήθηκα την καταγωγή μου, ξέρω ποιος είμαι και πιστεύω ξέρει και ο κόσμος. Ποτέ δεν εξέθεσα τα προσωπικά μου, για να γίνουν θέματα συζητήσεων και δεν εμπορεύτηκα ποτέ την προσωπική μου ζωή.

Ωστόσο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας έχεις δημιουργήσει μια θαυμάσια οικογένεια, έχεις μια πανέμορφη αξιόλογη και υποστηρικτική σύζυγο τη Σοφία, συνοδοιπόρο σου στη ζωή και δυο γιους, το Στέλιο και το Βαγγέλη.

Η Σοφία είναι ο στυλοβάτης της οικογένειας, σαράντα χρόνια συμπληρώνουμε τώρα, μικρούλα ήταν, που την πήρα, κάναμε μια ωραία οικογένεια, έχουμε δυο γιους, δυο καλά παιδιά και αυτό είναι το μόνο, που με γεμίζει πια τώρα, το σπίτι με κρατάει και είμαι ευτυχισμένος με την οικογένειά μου.

Που τη γνώρισες τη Σοφία;

Θα σου πω τώρα να μάθεις. Σε ένα τραγούδι, που θα κυκλοφορήσει, «Στο φως ενός κεριού» λέγεται το τραγούδι, πώς την είδα έτσι; Τώρα θα το πω δημόσια. Είμαστε από το ίδιο χωριό, από το Περιβολάκι και την είδα, εγώ ήμουν στο ψαλτήρι, ήταν Ανάσταση  και λέω στον ψάλτη, σε ένα φίλο μου, ποιο είναι το κορίτσι αυτό απέναντι; μου λέει γιατί; λέω πολύ όμορφο κορίτσι, μου λέει ναι αλλά μικρό, τί σε έπιασε;  λέω ρωτάω ρε παιδί μου κι αυτό ήτανε και πέσανε οι διάμεσοι κι έγινε αυτό, που έγινε κι ευτυχώς είμαστε τυχεροί κι εγώ κι αυτή.

Χαίρομαι! Οι ιδιαιτερότητες της δουλειάς ενός καλλιτέχνη  γίνονται εύκολα αποδεκτές από τη σύντροφό του και γενικότερα από την οικογένεια;

Εγώ δεν είχα ωράριο τότε, αλλά  εξηγηθήκαμε και δεν είχα ζήλια, ευτυχώς η Σοφία δεν έχει το μικρόβιο της ζήλιας, αν και αυτή η δουλειά είναι πειρασμός, γιατί, όταν είσαι στα πάνω, νέος, υπάρχουν κορίτσια, που σε λαχταράνε, οπότε εκεί σε θέλω να αντέχεις στον πειρασμό εσύ και η γυναίκα να μπορεί να καταλάβει, ότι έτσι είναι θα σε λαχταρήσουν κοπέλες ,θα …θα …θα. Ευτυχώς αντέξαμε και δεν είχαμε τέτοιες γκρίνιες και προστριβές.

Ηλία μου, αν η σύζυγός σου ήταν και συνάδελφός σου, πιστεύεις, ότι ο γάμος σου θα είχε την ίδια τύχη ή η επιλογή συντρόφου από τον ίδιο χώρο, δεν είναι καθόλου πετυχημένη συνταγή;

Κοίταξε, είναι λίγο παρακινδυνευμένο, δεν στεριώνουν ανάλογες περιπτώσεις με καλλιτέχνες, δεν ξέρω τι φταίει, παίρνουν τα μυαλά αέρα, που λένε σπανίως να στεριώσουν πάντως.

Ηλία είναι κοινό μυστικό στο μουσικό χώρο  η χρήση παράνομων ουσιών από πολλούς καλλιτέχνες, που προσπαθούν να διαχειριστούν με τον τρόπο αυτό το άγχος της σκηνής με μακροπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα στην υγεία τους. Το δικό σου  όνομά σου δεν έχει συνδεθεί ποτέ με τέτοιου είδους εξαρτήσεις. Πώς το  κατάφερες αυτό;

Το μόνο κακό ήταν, που κάπνιζα τότε απλό τσιγάρο, τώρα πια δεν καπνίζω κι έπινα τρία –τέσσερα ποτήρια ουίσκι, μόνο αυτό. Τώρα στα άλλα δεν μπλέχτηκα, γιατί ήξερα το πράγμα δε βγάζει πουθενά, ενώ το ποτό μπορούσα να το ελέγξω.

Τί μηνύματα θέλεις να περάσεις στους νέους καλλιτέχνες;

Χάνονται ζωές, νέα παιδιά καταστρέφονται, καταστρέφουν και τις οικογένειές τους, είναι γνωστή η κατάληξη τέτοιων περιπτώσεων, δεν υπάρχει πισωγύρισμα.

Είναι μάλλον και θέμα αδύναμου χαρακτήρα, ωστόσο εγώ θέλω να σταθώ και στο  δικό σου χαρακτήρα. Ξέρεις ο κόσμος  δε μετράει μόνο το ταλέντο στον καλλιτέχνη, αλλά κρίνει την αξία του και από τη συμπεριφορά κι εσύ διαθέτεις όλο το πακέτο. Είσαι μια προσωπικότητα, που εμπνέει το σεβασμό, έχεις μια έμφυτη ευγένεια και μια καλλιέργεια ψυχής, που φαντάζομαι έχει τις ρίζες  της εκεί  πάνω στο Περιβολάκι Λαγκαδά, σε αυτή τη μάνα και τον πατέρα, που σου εμφύσησαν αυτές τις ηθικές αρχές κι εσύ τους τίμησες και με το παραπάνω κι εξακολουθείς να το κάνεις με τη στάση ζωής σου. Πες μας δυο λόγια για τα παιδικά σου βιώματα.

Τις ηθικές αξίες τις βρίσκεις και μόνος σου, άμα έχεις νοημοσύνη  και είσαι προσγειωμένος. Πρέπει να πω, ότι οι γονείς δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι, με την ανάλογη παιδεία, για να σε καθοδηγήσουν και να σε συμβουλεύσουν σωστά, όπως όλες λίγο πολύ οι οικογένειες της επαρχίας .

Με τη στάση ζωής τους, όμως φαντάζομαι, ότι το έκαναν.

Όταν ο άνθρωπος έχει αρχές και βλέπει τη ζωή μεγαλώνοντας κι έχει όνειρα. Εμένα ξέρεις η στέρηση και η πίεση με έκαναν να ακολουθήσω το όνειρό μου, ήταν κι αυτό το μόνο καλό. Μου έλεγε ο πατέρας μου, θα φύγεις κι εσύ σαν το μεγάλο, ξέρεις  τον ψάλτη, που προανέφερα, δεν θα μείνεις εδώ κι εγώ το έδεσα κόμπο κι έφυγα.

Η ανάγκη λοιπόν. Τα παιδικά σου χρόνια ήταν φτωχικά. Στην πορεία των πραγμάτων εσύ με τη δουλειά σου κατάφερες να ανατρέψεις αυτό το οικονομικό status.Ήσουν καλός διαχειριστής των χρημάτων, που κέρδιζες, ώστε να σου εξασφαλίσουν ένα άνετο αύριο;

Ναι, δεν έπαιξα τζόγο, μακριά, ό,τι έκανα  ένα σπίτι κατά τα μέτρα μου και το ευχαριστιέμαι. Κατά τα άλλα μεγάλη περιουσία, ατελείωτη δεν έχω, δεν πρόλαβα, ήταν μικρή η διάρκεια της προσοδοφόρας περιόδου, μια δεκαετία το πολύ.  Δεν μπορώ να πω, ότι είχα πάρα πολλά λεφτά, απλώς έκανα κάτι για τα παιδιά μου.

Κάποιο από τα παιδιά σου ασχολήθηκε με τον καλλιτεχνικό χώρο;

Ο μεγάλος, που είναι και μουσικός και  ενορχηστρώνει και τα τραγούδια, που γράφω στο δικό του Home studio.

Τέλεια Ηλία μου.

Παρόλο, που γνώρισες την αποδοχή και την επιτυχία από την πρώτη στιγμή που συστήθηκες στο ελληνικό κοινό, δεν είχες ποτέ την υπεροψία και παρέμεινες το συνεσταλμένο παιδί με το καθάριο βλέμμα, που γνώρισε και αγάπησε ο κόσμος και με τον οποίο διατηρείς μέχρι και σήμερα την ίδια αμφίδρομη σχέση λατρείας. Είσαι ο τελευταίος μεγάλος γνήσιος λαϊκός αοιδός, που μας αγγίζεις με τα τραγούδια και τη φωνή σου. Όταν ερμηνεύεις με όλο σου το είναι   «Αυγερινός», «Στου φεγγαριού την αγκαλιά», «Θάλασσες», «Μη μου λες για τα μάτια της», «Δρόμοι της Αθήνας», «Κλαις»  δεν μπορώ να μη σκεφτώ, ότι η λατρεία των θαυμαστών σου, που σε ακολουθούν πιστά όλα αυτά τα χρόνια, σε έχει τοποθετήσει  στο θρόνο της καρδιάς τους και θα παραμείνεις για πάντα εκεί. Ευχαριστώ θερμά, να είσαι  πάντα καλά, γιατί έχεις ακόμα πολλά να δώσεις σε αυτό το χώρο, που υπηρετείς πιστά όλα αυτά τα χρόνια.

Φίλες και φίλοι της onenews.gr αυτός είναι ο Ηλίας Κλωναρίδης, ο τελευταίος μεγάλος σταρ του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού και ταυτόχρονα αντιστάρ μέσα στην απλότητα και γνησιότητά του.

Σ’ ευχαριστώ κι εγώ  πάρα πολύ Άννα μου κι όσο ζω θα γράφω τραγούδια, θα τραγουδάω, όπου με φωνάξουν, όπου μου δώσουν χώρο, γιατί όχι;

https://onenews.gr/wp-content/uploads/2023/03/foni-klonaridis.mp3?_=2

 

Exit mobile version