Good job nicky: Ποιος πραγματικά ο «ιδιαίτερος» γιος του Πάριου και της Αλιμπέρτη
Γιατί ο 25χρονος γιος του Γιάννη Πάριου και της Σοφίας Αλιμπέρτη, good job nicky είναι ό,τι καλύτερο συνέβη στην εγχώρια μουσική σκηνή όχι μόνο το 2020, αλλά εδώ και πολλά, πολλά χρόνια;
Συνήθως οι συνεντεύξεις ξεκινούν με το πριν.
Με τον λόγο που ένας δημοσιογράφος αποφασίζει να επιλέξει, να συνομιλήσει και να προβάλει έναν καλλιτέχνη.
Γι’ αυτήν όμως ειδικά τη συνέντευξη υπάρχει ένας άλλος, στην πραγματικότητα επείγων λόγος να ξεκινήσει κανείς από το μετά.
Από την εντύπωση ή, πιο σωστά, από το αποτύπωμα που αφήνει ο good job nicky στον συνομιλητή του, έπειτα από μια συζήτηση περίπου 45 λεπτών με τη διαμεσολάβηση -λόγω πανδημίας- του FaceΤime.
Οπως ακριβώς δεν μπορεί κανείς να λησμονήσει τη φωνή, τις μελωδίες, τον πλουραλισμό, το εύρος και την αισθητική των κομματιών του -του σαρωτικού ντεμπούτου του «January 8th», του «Fo Sho» και του «Clouds», που μόλις κυκλοφόρησε, όλα από την Cobalt Music-, έτσι δεν μπορεί να ξεχάσει και τον ίδιο.
Τον λόγο και τον τρόπο του, την απροσποίητη ωριμότητά του, το χάρισμα του good job nicky.
Ναι, έχουμε χρησιμοποιήσει τόσο πολύ και τόσο καταχρηστικά τους επιθετικούς προσδιορισμούς «ταλαντούχος», «επιδραστικός», «χαρισματικός» που μοιάζουν στ’ αλήθεια λίγες και φτωχές για να αποκρυσταλλώσουν σε λέξεις το περίγραμμα ενός καλλιτέχνη sui generis, που, παρότι έχει μόλις τρεις κυκλοφορίες στο ενεργητικό του, μοιάζει ήδη μοναδικός και ανεπανάληπτος.
Για τον γιο του Γιάννη Πάριου και της Σοφίας Αλιμπέρτη -η πρώτη πληροφορία που αναπαράχθηκε για εκείνον λυσσαλέα, αλλά το good job nicky-effect την έχει ήδη σμικρύνει σε trivia-, όλα υπάρχουν, γίνονται και συμβαίνουν στον υπερθετικό βαθμό.
Τόσο ώστε στα κοινωνικά δίκτυα κάποιοι έσπευσαν να συναγάγουν ότι μάλλον έχει πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο. Για να συμπληρώσουν κάποιοι άλλοι ότι ευτυχώς που το έκανε, ώστε να μπορούμε οι υπόλοιποι να απολαμβάνουμε την (καλή) μουσική του.
Πάντως, η αλήθεια είναι ότι, εκτός από το ταλέντο, και η καλλιτεχνική γέννηση του good job nicky είναι -σημειολογικά τουλάχιστον- ουρανοκατέβατη, αφού η αγοραπωλησία ενός drone ήταν η αφορμή για να συναντήσει το καλλιτεχνικό alter ego του, τον συνθέτη και παραγωγό Ερμή Γεραγίδη. «Με τον Ερμή δουλεύουμε από τις αρχές Οκτώβρη πέρυσι.
Εχουμε την καλύτερη πνευματική σύνδεση που μπορεί να έχουν δύο άνθρωποι. Με τη μία βγάλαμε καλή μουσική.
Η πρώτη μας κουβέντα ήταν το πρώτο μας κομμάτι. Ηταν ανάγκη και των δυο μας. Βρήκαμε ο ένας στον άλλον ένα καλλιτεχνικό καταφύγιο», λέει ο good job nicky.
Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι με πατέρα τον Γιάννη Πάριο η μουσική είναι εγγεγραμμένη στο DNA του ή έστω υπήρξε ένα καθημερινό βίωμα που λειτούργησε τελικά ως παράδειγμα. Για τον 25χρονο καλλιτέχνη είναι κάτι παραπάνω. «Η μουσική ήταν κάλεσμα, είναι η αποστολή μου», λέει. «Είναι ο λόγος που είμαι εδώ. Τη μουσική την αποδέχτηκα ως σκοπό μου. Πάντα μου ψιθύριζε, πάντα μου το έλεγε, αλλά δεν ήθελα το ακούσω.
Την πρώτη φορά που το άκουσα με ωριμότητα ήταν στα 16 μου. Τότε έπαιζα μπάσκετ και το συνέχισα για πολύ ακόμα, μέχρι τα 19-20 μου. Μέχρι που τραυματίστηκα. Αλλά παράλληλα είχα αρχίσει να κάνω μουσική. Την ακόνιζα.
Με το που ένιωσα ώριμος αρκετά και κατάλαβα ότι η μουσική μου βρίσκεται στο επίπεδο που θέλω να είναι την έβγαλα. Τότε αποφάσισα ότι πρέπει να εκτεθεί. Η μουσική μου είναι ένα δώρο που δεν ανήκει ούτε σε μένα τον ίδιο. Εγώ λειτουργώ ως ενδιάμεσος».
Οταν του λες πως η περιγραφή του, εκτός από μαγική, ακούγεται κάπως βαριά, το μόνο που έχει να απαντήσει είναι πως ο ίδιος ήταν καθ’ όλα προετοιμασμένος. «Εγώ ήμουν έτοιμος γι’ αυτό. Δεν μου είναι βάρος.
Ισως είναι βαρύ να το ακούει κάποιος. Είναι ο σκοπός της ζωής μου και έχω αφοσιωθεί σε αυτό. Μόνο σε αυτό. Εχουμε καταντήσει σπαστικοί με τον συνεργάτη μου, τον Ερμή, και δεν μπορούμε να συζητήσουμε για τίποτα άλλο. Ραντεβού να βγεις μαζί μας θα σου μιλήσουμε μόνο για μουσική.
Η μουσική είναι η μεγαλύτερη παντρειά μου. Είναι η γυναίκα που θα φοβούνται οι γυναίκες που θα έχω στη ζωή μου».
Ο good job nicky λέει ότι ήταν ένα δραστήριο, μάλλον υπερδραστήριο παιδί. «Μαλακισμένο ήμουν. Υπερκινητικός σε βαθμό που ο αδελφός μου ρώταγε τη μάνα μας πότε θα μεγαλώσω, για να σταματήσει αυτό το μαρτύριο.
Ημουν πολύ ενεργητικός, αθλητικός, πάρα πολύ δραστήριος και με μεγάλη άγνοια φόβου. Εχω ζήσει ακραία σκηνικά εξαιτίας αυτής της άγνοιας φόβου. Τα περισσότερα που έχω κάνει νομίζω ότι δεν γράφονται.
Επαιζα ποδόσφαιρο. Αλλά δε μου “μίλαγε” τόσο πολύ». Η εμπειρία του στο μπάσκετ το οποίο επανέρχεται συχνά στη διάρκεια της συζήτησης ήταν καθοριστική για να γαλουχηθεί και να ανδρωθεί στον άνθρωπο που είναι σήμερα.
«Το μπάσκετ μού έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα.
Ο,τι είμαι το χρωστάω στο μπάσκετ. Η κουλτούρα του είναι πολύ δυνατή. Από το πώς πρέπει να λειτουργήσεις σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, τι πρέπει να έχεις για να είσαι στην κορυφή, τι σημαίνει αφοσίωση μέχρι το ποιους αφήνεις πίσω και ποιους δεν αφήνεις. Το μπάσκετ μού καλλιέργησε την αφοσίωση και μου έδωσε killer instincts. Δεν καταλαβαίνεις, σκοτώνω.
Είμαι πάρα πολύ ανταγωνιστικός, αλλά με υγιή τρόπο. Μπορώ να διοχετεύσω θετικά αυτή την ενέργεια. Το μπάσκετ μού έχει δώσει την αυτοπεποίθηση να αποτυχαίνω και να συνεχίζω. Κάθε φορά που χάνεις ένα σουτ σκέφτεσαι το επόμενο καλάθι σου. Είναι τεράστια νοοτροπία το μπάσκετ. Νιώθω ότι αυτό τον σκοπό εξυπηρετούσε εν τέλει».
Η άγνοια κινδύνου που τον ακολουθεί από παιδί αλλά και ο χαρακτήρας που σφυρηλάτησε στα χρόνια του αθλητισμού είναι δύο αρετές που προφανώς λειτουργούν καταλυτικά στη μουσική πρόταση που κάνει, την οποία στ’ αλήθεια δεν μπορείς να κατατάξεις σε κανένα είδος, ακριβώς χάρη στο εύρος και την πολυσυλλεκτικότητά της.
«Η μουσική που κάνουμε είναι γυμνή. Δεν είναι τίποτα. Είναι τα πάντα. Οτιδήποτε μας εκφράζει.
Το “Clouds”, που μόλις κυκλοφορήσαμε, είναι βασισμένο σε βυζαντινή σκάλα με ακραίες μελωδικές γραμμές που κοντράρονται, με ραπς με νεύρα, με στίχο περίπλοκο. Τη μουσική την έμαθα ως ένα τεράστιο προνόμιο εκφραστικότητας συναισθημάτων, ως ανάγκη να περιγράψω ένα συναίσθημα που είναι μεγαλύτερο από μένα.
Είναι πραγματική ευλογία. Σκοπός μας είναι να μπορεί κανείς να δέχεται και να ακούει πιο περίπλοκη μουσική. Αυτό που κάνουμε δεν είναι ποπ. Δεν είναι εύκολο», εξηγεί ο good job nicky.
Και, όπως λέει, δεν είναι διατεθειμένος να κάνει κάτι εύκολο απλώς για να πουλήσει ή να κερδίσει. Προφανώς από σεβασμό στο κάλεσμα που ένιωσε, αλλά και στον ακροατή. «Από ανάγκη να βιοποριστώ δεν θα κάνω μουσική. Πιστεύω ακράδαντα ότι τα νήματα τα κινεί ο λαός.
Ομως κινεί αυτά τα νήματα που του δόθηκαν. Τι θέλω να πω; Η μουσική είναι επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ο,τι πιο κοντά σε αυτό που ακούς τόσο πιο εύκολο, πιο αναγνωρίσιμο, πιο εμπορικό είναι. Ο εγκέφαλος ψάχνει πάντα μοτίβα. Θα φέρω ένα παράδειγμα. Η πιο εύκολη μουσική είναι η afro trap. Εχει το πιο αναγνωρίσιμο τέμπο.
Αυτό όμως είναι κακό, γιατί το να ακούς μόνο αναγνωρίσιμα patterns κάνει τελικά κακό στον εγκέφαλο. Δεν σε κάνει πιο έξυπνο. Αν με προσέγγιζε μια εταιρεία και μου έλεγε “έλα να κάνεις αυτό, γιατί αυτό πουλάει”, θα ήταν σαν να μου λέει στην πραγματικότητα “κάνε αυτό γιατί αυτό κρατάει τον ακροατή, τον καταναλωτή στο ίδιο ακριβώς επίπεδο”. Αντικειμενικά, είναι προσβολή. Εμένα ο σκοπός μου είναι να βιοποριστώ κάνοντας καλό.
Και καλό θα είναι να φτιάχνω μουσική περίπλοκη, ώστε να βγούμε από το τριπάκι της ντοπαμίνης. Αυτό είναι το πάθος μου. Ξέρεις, υπάρχει μια τεράστια εκμετάλλευση της μουσικής τον τελευταίο καιρό.
Πολλοί κάνουν κάτι πρωτότυπο σε μη πρωτότυπα πλαίσια, το κάνουν δυο-τρεις φορές, κάνουν buzz και μετά αφοσιώνονται στο πώς θα το ξεζουμίσουν. Δεν ωφελεί σε τίποτα παρά μόνο στον τραπεζικό λογαριασμό τους».
Ο good job nicky έχει αποφασίσει να απέχει από ακκισμούς, ναρκισσισμούς και αυτοαναφορικότητες. Το θέμα θέλει να είναι η μουσική, όχι ο εαυτός του. «Είμαι μακριά από αυτό που κάνω. Τα έχω σπάσει. Αν είναι να θαυμάσουμε κάτι, ας θαυμάσουμε τη μουσική που φτιάχνω. Οχι εμένα.
Και εγώ στο κοινό ανήκω, αποστασιοποιούμαι από τη φήμη και την έκθεση. Δεν γίνεται να κάνω μια κουβέντα με τους φίλους μου και να μιλάω σαν να δίνω συνέντευξη. Δεν θα ήθελα να συμβεί σε μένα και δεν θα έχω δικαιολογία αν συμβεί. Εχω μεγαλώσει μέσα σε τέτοιους κύκλους και ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω για να αποφύγω το να με καταπιεί κάτι τέτοιο. Εχω καλά παραδείγματα».
Αν αφαιρέσεις τον επιθετικό προσδιορισμό «διάσημη» από την οικογένειά του, μένει απλώς ένας πατέρας, μια μητέρα και ένας απόκοσμα ταλαντούχος γιος. Αραγε οι γονείς του πώς αντιλαμβάνονται και ακούν τη μουσική του;
«Οταν ο πατέρας μου αποστασιοποιηθεί από το γεγονός ότι είμαι γιος του, όταν υπερβεί τη συγκίνηση, μιλάμε πιο μουσικά και καλλιτεχνικά. Η μητέρα μου είναι ο άνθρωπος που προσεγγίζει το συναίσθημα.
Θα μου πει “με πείθεις εδώ, έχεις ερμηνεύσει εδώ, δεν έχεις ερμηνεύσει εδώ”. Και δόξα τω Θεώ είμαστε σε ένα πολύ καλό επίπεδο αυτή τη στιγμή. Δεν μου λέει τίποτα πια. Μόνο με παίρνει τηλέφωνο, μου λέει “αχ, βρε Νικόλα” και μου το κλείνει. Ελπίζω να παραμείνει έτσι για πάντα, γιατί τους κάνω περήφανους».
Και στην αυτονόητη ερώτηση, αν δηλαδή φοβάται μήπως όσα κάνει τους απογοητεύσουν, τι απαντά; Εχει επιτρέψει σε αυτή τη λογικά βασανιστική σκέψη να παρεισφρήσει στο μυαλό του;
«Οχι. Και ξέρεις γιατί δεν το έχω; Γιατί δεν μου το έδωσαν οι γονείς μου.
Αυτό που κάνω εγώ σε ό,τι αφορά τα επαγγελματικά μου είναι να ακολουθώ μια συμφωνία που έχω κάνει με τον εαυτό μου και ούτε ο πατέρας μου, ούτε η μάνα μου, ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν μπορεί να με σταματήσει. Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει.
Δεν μπορώ να σκέφτομαι ποιον θα απογοητεύσω, ακόμα και στο οικογενειακό επίπεδο. Δεν με νοιάζει καθόλου.
Εδώ δεν με νοιάζει να απογοητεύσω εμένα. Και με έχω απογοητεύσει εκατό χιλιάδες φορές. Γιατί όχι; Απογοητεύεσαι δέκα, για να χαρείς μία. Απλά πρέπει να κάνεις αυτή τη μία φορά να καλύψει όχι δέκα, αλλά έντεκα απογοητεύσεις.
Ετσι είναι και στη μουσική. Εχω ζήσει μια πολύ καλή ζωή λόγω της μουσικής. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε παπούτσια. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις. Δεν είχε παπούτσια. Επρεπε να φύγει στα 19 του από την Πάρο και να έρθει στην Αθήνα χωρίς παπούτσια.
Ο μπαμπάς μου έχει περάσει πολύ δύσκολα. Δεν έχω την κακομαθημενιά μέσα μου. Να θέλω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.
Δεν με αφορά η καταναλωτική κουλτούρα. Δεν με νοιάζει αυτό το κομμάτι της ζωής. Με νοιάζουν η πνευματική ηρεμία και η έκφραση. Είμαι ευλογημένος να ζω μια ζωή χωρίς πολλά άγχη για την ποιότητά της. Εχω όμως άλλα άγχη. Από τα 14 μου έχω ένα εσωτερικό συμβόλαιο το οποίο ακολουθώ ασταμάτητα.
Είναι το πλάνο της ζωής μου. Και νιώθω ότι έχω την ωριμότητα και τη συναισθηματική νοημοσύνη να αντιλαμβάνομαι τελικά ότι αυτό που κάνω με ξεπερνά».