Γραμμένη με αίμα η οικογενειακή ιστορία της Ρούλας – Πώς ο παππούς τής σκότωσε τη γιαγιά της πριν από 57 χρόνια
Συγκλονισμένη η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί τις καταιγιστικές εξελίξεις στο δράμα της Πάτρας, μετά την σύλληψη, την Τετάρτη (30/3), της μητέρας των τριών άτυχων κοριτσιών, Ρούλας Πισπιρίγκου και την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση της μεγαλύτερης κόρης της, Τζωρτζίνας.
Παράλληλα, ανοίγουν ξανά οι υποθέσεις του θανάτου των άλλων δύο παιδιών της οικογένειας, της 3,5 ετών Μαλένας και της 6,5 μηνών Ίριδας, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα μικρά αδελφάκια της 9χρονης Τζωρτζίνας, που «χάθηκαν» πριν από εκείνη, «έφυγαν» από ανθρώπινο χέρι και, μάλιστα, της μητέρας τους.
Εάν αποδειχτεί αληθινή η κατηγορία για την 33χρονη, θα μιλάμε αναμφίβολα για το έγκλημα του αιώνα, όπως λένε ακόμη και έμπειροι εγκληματολόγοι, αλλά και αστυνομικοί.
Ένα έγκλημα, που δεν μπορεί καν να συγκριθεί – γιατί εδώ μιλάμε για μικρά παιδιά, που ενδέχεται να έφυγαν από το χέρι της μάνας τους – με εκείνο που είχε συμβεί 67 χρόνια πριν, όταν ο παππούς τής σημερινής κατηγορούμενης, Ρούλας Πισπιρίγκου, δολοφόνησε τη γιαγιά της στην Πάτρα.
Κάποιες ομοιότητες…
Η νεαρή Σωτηρία Πεφάνη γνωρίζει τον σύζυγό της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν εκείνη είναι μόλις 15 ετών και αυτός 18. Όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συλλαμβάνεται για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγείται στις φυλακές Πατρών.
Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, που αναδημοσιεύει ο «Ελεύθερος Τύπος», εκεί, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των γονιών της.
Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται, αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Ανδρέα, πατέρα της σημερινής Ρούλας Πισπιρίγου.
Ο Παναγιώτης συνεχίζει να μην έχει σταθερή δουλειά, αδυνατώντας έτσι να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Επιπλέον, ζηλεύει τρελά την όμορφη σύζυγό του, με συνέπεια οι καυγάδες του ζευγαριού να αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.
Τελικά, η νεαρή κοπέλα ζητά διαζύγιο και φεύγει για το πατρικό της, κάτι που δεν αποδέχεται ποτέ εκείνος, με συνέπεια ν’ αρχίσει να την παρακολουθεί διαρκώς, θεωρώντας ότι, τους τρεις μήνες που βρίσκονται σε διάσταση, εκείνη έχει πολλούς εραστές.
Τρεις μήνες μετά το χωρισμό τους, βρίσκονται αντιμέτωποι στο δικαστήριο, όπου εκδικάζεται η υπόθεση επιμέλειας του παιδιού, το οποίο παίρνει τελικά ο Παναγιώτης και το αφήνει στην αδελφή του Γεωργία, για να το μεγαλώσει μαζί με τους γονείς του.
Η Σωτηρία νοικιάζει ένα δωμάτιο απέναντι από τα πεθερικά της, ώστε να είναι κοντά στο παιδί της αλλά, όπως περιγράφουν τα δημοσιεύματα της εποχής, οι προστριβές ανάμεσα σε αυτή και την πεθερά της είναι καθημερινές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις δεκαπέντε ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης παίρνει ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές» ή, όπως λέει η επίσημη διάγνωση, «ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως». Είναι να απορεί κανείς πώς του δόθηκε η επιμέλεια του παιδιού του…
Ραντεβού θανάτου
Μόλις δύο ημέρες μετά την τελευταία δικαστική αντιδικία τους, με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση, ο Παναγιώτης ζητά, την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965, από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης.
Παρά την αντίθετη άποψη κοντινών της ανθρώπων που την συμβούλευαν, «καλύτερα να μην πας, δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει», η Σωτηρία απαντά: «Δεν βαριέστε. Θα πάω και ίσως βγει κάτι καλό».
Έτσι, φθάνει στο ραντεβού θανάτου.
Το ζευγάρι βρίσκεται σε μια απομωνομένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο, δίπλα στη θάλασσα και, κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, εκείνος της ζητά να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Το τι επακολουθεί περιγράφεται στην σοκαριστική κατάθεσή του:
«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ο δολοφόνος της νεαρής κοπέλας πηγαίνει αρχικά στο σπίτι του γαμπρού του και στις 2.30 τα ξημερώματα παραδίνεται στην αστυνομία, λέγοντας ότι πριν την αποτρόπαια πράξη του έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται ποτέ από την ιατροδικαστική εξέταση.
Φτάνοντας οι αστυνομικοί στο σημείο που τους υποδεικνύει ο Πισπιρίγκος, βρίσκουν τη Σωτηρία «ημίγυμνη, με εξωγκωμένους τους οφθαλμούς και με εμφανή τα αποτυπώματα των χεριών του δράστη στο λαιμό της», με τον βίαιο θάνατό της να οφείλεται σε «πνιγμόν εξ ανοξαιμίας».
Κατά την ιατροδικαστική έκθεση η σκηνή της δολοφονίας εξελίσσεται ως εξής: Ο Πισπιρίγκος σφίγγει με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό τής φράζει τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα κάθεται πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που καταφέρνει η άτυχη κοπέλα είναι να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό τού δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.
«Απαθής μέχρι αναισθησίας»
Όταν οδηγείται στον εισαγγελέα της υπόθεσης, τον γνωστό από σημαντικές υποθέσεις που χειρίστηκε, Δημήτρη Τσεβά, παρότι σώζεται από λυντσάρισμα κοινού και συγγενών του θύματος μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, ο ίδιος φαίνεται απαθέστατος.
Στο κρατητήριο όπου βρίσκεται ο δράστης, περιγράφεται ως «απαθής μέχρι αναισθησίας. Δεν έχει καμία τύψη για το κακούργημό του».
Κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολουθεί, ο Πισπιρίγκος δεν δείχνει καμία μεταμέλεια, ενώ παράλληλα μαίνεται ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Η μία πλευρά κατηγορεί τα πεθερικά της Σωτηρίας για ηθική αυτουργία στο έγκλημα, καθώς «τη μισούσαν», ενώ η άλλη προσπαθεί να υποδείξει ως υπαίτια τη συμπεριφορά του θύματος.
Μάλιστα, διαρκούσης της δίκης, ο πατέρας της Σωτηρίας επιτίθεται με μαχαίρι στον πατέρα του δράστη έξω από τα δικαστήρια και συλλαμβάνεται.
Παρότι η αποτρόπαια δολοφονία συγκλονίζει την Πάτρα, η υπόθεση περνά σύντομα στην αφάνεια, αφού η χώρα βρίσκεται εν μέσω του θερμού καλοκαιριού των Ιουλιανών το 1965, ενώ την ίδια ημέρα με το θάνατο της Σωτηρίας, δολοφονείται στην Αθήνα ο Σωτήρης Πέτρουλας…
Τελικά, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάζεται σε ισόβια, αλλά αποφυλακίζεται 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής. Το μόλις 14 μηνών παιδί τους κατά την εποχή του φόνου, Ανδρέας, όταν παντρεύεται και κάνει κοριτσάκι, του δίνει το όνομα Ρούλα, ίσως τιμώντας έτσι την δολοφονημένη μητέρα του Σωτηρία (Σωτηρούλα).