Βασίλης Τερλέγκας: Έφτασα στο χείλος του γκρεμού και με έσωσε η Παναγία

Βασίλης Τερλέγκας: Έφτασα στο χείλος του γκρεμού και με έσωσε η Παναγία

Από την Σίσσυ Μενεγάτου

Πήρε τις… «Στροφές» στη ζωή του ιλιγγιωδώς. Ο Βασίλης Τερλέγκας χάρηκε, πόνεσε, έπεσε, αλλά φαίνεται ότι η καρδιά του ήταν «Μια γαρδένια» και με τη βοήθεια του Θεού άντεξε. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η βαθιά πίστη είναι μέσα στο DNA του, καθώς, όπως αποκάλυψε στην «ΟΝ time», κατάγεται από τον Άγιο Παύλο τον Νεομάρτυρα εκ Τριπόλεως!

Ο λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός βάζει την ψυχή του σε ό,τι κάνει. Ίσως γιατί νιώθει πως «Ένας άγγελος χορεύει» κι εκείνος βάζει τη φωνή του -που έχει μια νότα μελαγχολίας και σπαραγμού- κι ανάβει «φωτιές καυτές κι ασίκικες οι ζεϊμπεκιές». Ευλογημένος, ταπεινός αν και «λαϊκό είδωλο» μιας ολόκληρης εποχής, έχει παραμείνει αγαπημένος του κόσμου μέχρι σήμερα. Κέρδισε πολλά υλικά αγαθά, που όμως δεν τα κράτησε γιατί βάδισε και βαδίζει στο δρόμο του Θεού. Μας μίλησε για όλα αυτά τα θαυμαστά που καθόρισαν τη ζωή του, αλλά και γι’ αυτά με τα οποία πάλεψε και παλεύει. Κατάφερε πολλά, γλίτωσε ακόμα κι από τον θάνατο. Σε αυτό σίγουρα τον βοήθησε, όπως τόνισε ο ίδιος, το ότι «κρεμάστηκε» στο φουστάνι της Παναγίας για να πορευτεί στο δύσκολο δρόμο που χάραξε από παιδί. Ακόμα κι αν ξέφυγε για λίγο, σαν θεϊκή «παραγγελιά» ήρθε η φώτιση που του δείχνει πάντα το δρόμο της ψυχής και της αγάπης.

Τελικά, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η βαθιά πίστη σου στηρίζεται και στις «ρίζες» σου από τη μητέρα σου.

Ναι, και το αναφέρω με μεγάλο σεβασμό ότι κατάγομαι από τον Άγιο Παύλο τον Νεομάρτυρα εκ Τριπόλεως. Οι δύο άγιοι πολιούχοι της Τρίπολης που γιορτάζουν στις 22 Μαΐου είναι ο Άγιος Παύλος και ο Άγιος Δημήτριος εκ Τριφυλίας. Οι «ρίζες» μου, από το σόι της μητέρας μου Θεοδώρας Πανουτσοπούλου, από το Σοποτό -σημερινή Αροανία Καλαβρύτων- ήταν και ο καλόγερος Παύλος (Παναγιώτης Πανουτσόπουλος) που μαρτύρησε για την πίστη του και τον έσφαξαν οι Τούρκοι στις 22 Μαΐου 1818, που και τιμούμε τη μνήμη του ως αγίου νεομάρτυρα (μαζί με τον Άγιο Δημήτριο εκ Τριφυλίας). Μάλιστα έχω βαφτίσει τον δεύτερο γιο μου Παύλο-Δημήτριο και ένα κοριτσάκι στην Αμερική Παυλίνα-Δήμητρα. Η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Παύλου του Νεομάρτυρα φυλάσσεται στην ιστορική εκκλησία της Παναγίας Καπνικαρέας, στην Ερμού.

Να πάμε, λοιπόν, πίσω στα παιδικά σου χρόνια στο Πεύκο -το παλιό Τσαρούχλι Καλαβρύτων-, όπου από δεκατριών χρόνων τραγουδούσες στις ραχούλες.

Ναι, το όμορφο χωριό μου -σε υψόμετρο 850 μέτρα- όπου από παιδί τραγουδούσα. Και όταν έφτασα 15-16 ετών πήγαινα και τραγουδούσα σε πανηγύρια δημοτικά τραγούδια.

Πώς ήσουν ως παιδί;

Ήμουν ένα ευαίσθητο και ρομαντικό πλάσμα, ο βενιαμίν της οικογένειας, ο αγαπημένος των παππούδων μου – κι έχω άλλα δύο αδέλφια. Τον Γιώργο και τον Νίκο. Ήμουν ονειροπόλος, αλλά και ο χιουμορίστας της παρέας. Μεγάλο «ζουζούνι» και ήθελα να μιλάω με τον κόσμο. Να επικοινωνώ, να παίζω, να κάνω τους άλλους χαρούμενους. Κι οι ηλικιωμένοι μού έδιναν και την ευχή τους. Στη ζωή μου τρία γεγονότα με σημάδεψαν στην παιδική μου ηλικία. Το πρώτο όταν ήμουν έξι χρόνων κι έφυγε από το χωριό ο μεγάλος μου ο αδελφός, ο Γιώργος, γιατί είχε περάσει στη Σχολή Αστυφυλάκων στη Ρόδο. Ήμασταν πολύ δεμένη οικογένεια και έκλαιγα για μέρες. Το δεύτερο γεγονός ήταν όταν ο αδελφός μου ο Νίκος έφυγε για την Αμερική κι ένιωσα απέραντη μοναξιά. Θυμάμαι τότε ήμουν 17 χρόνων και ήδη τραγουδούσα στην Αθήνα. Με πήρε τηλέφωνο στο νυχτερινό κέντρο και μου είπε: «Ετοιμάζω τα χαρτιά μου να φύγω για την Αμερική» κι έβαλα τα κλάματα. Το τρίτο γερό χτύπημα που με λύγισε κι είναι ακόμα «πληγή» ήταν όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου. Ευτυχώς με βοήθησε η Μεγαλόχαρη και το ξεπέρασα, γιατί βρήκα διέξοδο στα τραγούδια μου. Με τη βοήθειά Της έκανα το όνειρο που είχα από παιδί πραγματικότητα: Έγινα τραγουδιστής.

Ο πατέρας σου, Θεόδωρος, όταν ήσουν σε ηλικία 13 χρόνων, αν και μεροκαματιάρης, σου αγόρασε το μπουζούκι που ήθελες. 

Ναι. Δεν το έκανε επειδή του είπα ότι μόνο έτσι θα πάω στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας μου με πίστεψε. Ένιωθε ότι θα γίνω τραγουδιστής. Το έκανε από αγάπη, γιατί έβλεπε ότι αυτό μου έδινε χαρά. Κι αν αυτήν τη στιγμή με ρωτήσεις τι μου λείπει περισσότερο στη ζωή μου, θα σου πω «το χαμόγελο του πατέρα μου». Ένας πατέρας αγρότης και κτηνοτρόφος, αλλά γεμάτος με τη σοφία της ζωής και του μεροκάματου. Είμαι υπερήφανος για τον τρόπο που με μεγάλωσαν οι γονείς μου, αλλά πιο πολύ οι παππούδες μου, γιατί οι γονείς μου δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ο παππούλης μου μου έλεγε ιστορίες από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε πάει και στην εκστρατεία στην Κριμαία. Και μου έλεγε με παράπονο: «Αν στη ζωή σου δεις ότι κάποτε θα πάρουμε τη Μικρά Ασία, να πας στον Σαγγάρειο. Έχω ξεχάσει το σακάκι μου εκεί. Να μου το φέρεις!». Αυτή ήταν μια συγκινητική στιγμή με τον παππού μου που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Κι η μάνα μου, η Θεοδώρα, είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος. Μεγάλωσε άλλα επτά αδέλφια. Είναι 96 χρόνων. Είχαν κλεφτεί με τον πατέρα μου γιατί ερωτεύτηκαν. Και κάθε φορά των Αγίων Θεοδώρων είχαμε διπλό γλέντι στο σπίτι. Η μάνα μου έφτιαχνε φαγητά, πίτες και περνούσε όλο το χωριό από το σπίτι μας για τα «χρόνια πολλά». Κι ο πατέρας μου και η μάνα μου είχαν ωραία φωνή και τραγουδούσαν. Πιο πολύ ο πατέρας μου. Γι’ αυτό και δεν αντέδρασε ποτέ που ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Μου έλεγε: «Προχώρα. Κάνε το όνειρό σου πραγματικότητα». Αλλά τον έχασα νωρίς, το 1991. Η «Γαρδένια» που τραγούδησα ήταν για εκείνον.

Ήταν δύσκολα, γεμάτα φτώχια τα χρόνια που έζησες;

Δύσκολα τα ονομάζουμε σήμερα. Δεν ήταν δύσκολα, ήταν αγνά χρόνια. Για μένα μακάρι να ξανάρχονταν σήμερα. Οι άνθρωποι ήταν αγνοί. Θυμάμαι, βγαίναμε από την εκκλησία και με την ψυχή μας έλεγε ο ένας στον άλλον «συγχώρεσε με». Δεν μου έλειψε τίποτα. Είχα πολλή αγάπη. Κι υλικά αγαθά όσα έπρεπε. Οι γονείς μου και τα αδέλφια μου δουλεύανε τη γη. Δεν μας έλειψαν το ψωμί, το λάδι, η ντομάτα, οι μελιτζάνες, είχαμε το μποστάνι μας, το κρέας μας, ένα πιάτο ζεστό φαΐ, τα ρούχα μας. Δεν είχαμε πολλά λεφτά, αλλά είχαμε αγάπη και ευλογία Θεού. Πολύ δεμένη οικογένεια. Ήμασταν πλούσιοι σε συναισθήματα. Δυσκολίες αρκετές. Θυμάμαι όταν ήμουν 12 χρόνων πήγαινα Γυμνάσιο στο Σοποτό. Δύσβατη περιοχή. Ανεβαίναμε μαζί με άλλα τέσσερα παιδιά δύο βουνά, τον Άι- Γιώργη και τον Τάρταρη. Έκανα τρεις ώρες να πάω και τρεις ώρες να γυρίσω. Ανεβαίναμε δύο ορεινούς όγκους μέσα στα χιόνια, με αντίξοες καιρικές συνθήκες. Στα 16 μου χρόνια, στη Β’ Λυκείου, ήρθα πια στην Αθήνα και πήγα στο 7ο Λύκειο Παγκρατίου.

Και το τραγούδι;  

Από όταν ήμουν στο Λύκειο τραγουδούσα σε μια ταβερνούλα. Έπαιρνα τα βιβλία μου μαζί και το πρωί πήγαινα κατευθείαν στο σχολείο. Γύριζα σπίτι, έτρωγα, κοιμόμουν λίγο, διάβαζα και μετά πήγαινα στην ταβέρνα τα μεσάνυχτα και τραγουδούσα μέχρι το πρωί. Από παιδάκι ήμουν στη νύχτα, αλλά ήταν από κοντά μου και τα δύο μου αδέλφια και με πρόσεχαν.

Είσαι από 16 χρόνων στο χώρο της νύχτας, όπου παλιότερα ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα.

Παλιότερα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Ήταν πιο αγνοί οι άνθρωποι.

Ο χώρος της νύχτας είχε και έχει ναρκωτικά, χαρτοπαιξία, ποτά, διάφορα τέτοια. Εσύ πώς τα αντιμετώπισες όλα αυτά;

Εγώ ήμουν μακριά απ’ όλα αυτά. Να σου πω και κάτι που μου συνέβη και δείχνει πόσο με προστάτευαν τα αδέλφια μου και είχαμε αρχές. Μια φορά βρήκε ο αδελφός μου ο Νίκος στο τσεπάκι του σακακιού μου -γιατί πάντα με έψαχνε- ένα κομματάκι αποξηραμένο γαρίφαλο από αυτά που μου πετούσαν στην πίστα. Μου λέει: «Τι είναι αυτό;». Εγώ τον κοίταζα έκπληκτος. Του λέω: «Δεν ξέρω». Θυμάμαι ότι τα άκουσα για τα καλά μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Ήμουν υπό κλοιό ηθικής. Αν και από μόνος μου ήμουν έτσι, δεν χρειαζόταν να μου το πουν τα αδέλφια μου. Πρόσεχα πολύ.

Μέσα στη νύχτα τόσα χρόνια δεν έχεις δει περιστατικά με ναρκωτικά, όπλα, τσακωμούς;

Έμεινα συνειδητά μακριά απ’ όλα αυτά. Εμένα η αποστολή μου ήταν άλλη. Ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του σκοπό που βγαίνει στη ζωή. Η δική μου είχε άλλο στόχο. Με προόριζε για κάπου αλλού η ζωή. Εγώ όταν έφυγα από το χωριό μου, όπου έχουμε πολιούχο τη Μεγαλόχαρη (Παναγία η Τσαρουχλιώτισσα) για να έρθω στην Αθήνα πήγα, άναψα ένα κεράκι, προσευχήθηκα στην εικόνα της και της είπα: «Από σήμερα αφήνομαι στα χέρια Σου. Αυτό το κεράκι σ’ το ανάβω για να με προστατεύεις, γιατί δεν ξέρω τι θα συναντήσω στην Αθήνα». Το λέω και συγκινούμαι, μεγάλη η χάρη Της, από τότε έχω «πιαστεί» από το φουστάνι της Παναγίας για να προχωρήσω στη ζωή και δεν με άφησε ποτέ!

Από παιδί ονειρευόσουν ότι θα γίνεις τραγουδιστής;

Θεωρώ ότι γεννήθηκα για να γίνω τραγουδιστής. Αυτός ήταν ο σκοπός μου, αυτό το χάρισμα μου το έδωσε ο Θεός. Έκανα φοβερή αυτοκριτική. Μελετούσα βυζαντινή μουσική και ήμουν μεταξύ του να γίνω ψάλτης ή τραγουδιστής. Φοβήθηκα πάρα πολύ να γίνω ψάλτης, γιατί μου είχε πει ο παππούς μου: «Πρόσεχε, ο ψάλτης είναι φοβερά επικίνδυνο, γιατί μπορεί να πέσεις στον εγωισμό χωρίς να το καταλάβεις. Αν γίνεις τραγουδιστής και σου συμβεί αυτό, κάποια στιγμή θα σε συγχωρήσει ο Θεός, γιατί μέσα από αυτό κάτι θα κάνεις και θα το αντισταθμίσεις. Ενώ αν ψέλνεις και καμαρώνεις για τη φωνή σου, θα βρεθείς προ εκπλήξεων».

Μου είχες πει παλιότερα ότι είχες βγάλει τόσο πολλά λεφτά από το τραγούδι που δεν ήξερες τι να τα κάνεις.

Ναι, έτσι είναι. Στην πορεία όμως βρήκα τον τρόπο τι να τα κάνω. Τα λεφτά για μένα είναι κάτι ανύπαρκτο. Κάτι που τα χρησιμοποιώ είτε για να δώσω χαρά σε κάποιον είτε ένα χαμόγελο σ’ ένα παιδί ή σ’ έναν γέροντα. Μου άρεσε να χαίρονται οι άνθρωποι με μια κίνηση δική μου.

Γράφτηκε ότι μέχρι νησί αγόρασες κι αργότερα το πούλησες σε έναν σεΐχη.

Δεν υπήρξε αυτό. Απλά τότε μου έγινε μια πρόταση για την αγορά μιας βραχονησίδας, ήταν λίγα τα χρήματα που ζητούσαν και λέω αφού έγινε η πρόταση ας την εξετάσουμε. Την εξετάσαμε, δεν μπορέσαμε όμως να βγάλουμε άκρη με τα υπουργεία. Τότε δεν πουλιόταν τίποτα. Οπότε, ναυάγησε και καλύτερα που έγινε έτσι.

Κάποια στιγμή λοιπόν, σκέφτηκες «εντάξει, βγάζω λεφτά, αλλά δεν είναι δικά μου αυτά τα λεφτά για κάποιο λόγο μου τα δίνει ο Θεός»; 

Ναι, αυτό ακριβώς. Και να προσθέσω ή κάποιο λόγο έχει όταν τα χάνεις. Όταν πέφτεις έξω. Εγώ έχω πέσει έξω. Από τη χρονιά της κρίσης το 2010 μέχρι σήμερα, εγώ -όπως και πολλοί συνάδελφοί μου- έπεσα έξω. Δεν είναι κακό και ντροπή να το λες αυτό. Εδώ έπεσαν έξω εταιρείες-κολοσσοί.

Με όλα αυτά τα σπουδαία που πέρασες, είτε λέγονται λεφτά είτε δόξα, ήσουν ένα λαϊκό είδωλο, δεν ξέφυγες, δεν καβάλησες «καλάμι»;

Μη μου ξαναπείς αυτό το «λαϊκό είδωλο», γιατί παραπέμπει στον εγωισμό και δεν μου αρέσει. Εκτός κι αν εννοείς ως λαϊκό είδωλο τον καλλιτέχνη που «μιλάει» στο λαό. Έτσι ναι, κι αυτός είναι ο στόχος μου. Με βλέπεις για «καβαλημένο καλάμι»; (γέλια) Ο κόσμος με αγαπάει για έναν λόγο. Γιατί προσπαθώ να μην καβαλήσω το καλάμι. Φοβάμαι το «καλάμι». Κάποτε έλεγα: «Το καλάμι το άφησα στα Καλάβρυτα». Δεν είναι έτσι. Αυτή ήταν μια παγίδα. Μια παγίδα που δεν την είδα. Είναι επικίνδυνο αυτό το επάγγελμα που κάνω. Είναι εύκολο να πέσεις στην παγίδα του χειρότερου εχθρού μου, που είναι ο εγωισμός ή η υπεροψία.

Κι εσύ έπεσες;

Δίνω μάχες με τον εαυτό μου κάθε μέρα γι’ αυτόν το λόγο. Πρέπει όλοι μας να δίνουμε μάχες γι’ αυτόν τον λόγο. Γιατί όλα ξεκινάνε από τον εγωισμό. Πόλεμοι, καταστροφές, όλα τα δεινά. Μήτηρ πάσης κακίας και ηθικής κατάπτωσης είναι η έπαρση. Εγώ αγαπώ τον κόσμο. Κοίτα να δεις ποια είναι η σχέση μου με τον κόσμο. Δεν πάω στο μαγαζί για να τραγουδήσω, να πάρω το μεροκάματό μου -βέβαια το έχω ανάγκη και θα πάω- αλλά έχω κι έναν κόσμο που με αγαπάει και τον αγαπώ κι εγώ. Και του δίνομαι. Ξέρεις τι ωραίο που είναι να δίνεσαι; Νιώθω υπέροχα. Κατεβαίνω από την πίστα όταν τελειώνω το πρόγραμμά μου και νιώθω γεμάτος. Και ξέρεις από τι; Από την αγάπη του κόσμου, και αυτή είναι σαν ένας καθρέφτης που κι εγώ δίνω αγάπη. Είναι μεγάλο πράγμα να βγάζεις από την καρδούλα σου και να μοιράζεις αγάπη στους ανθρώπους.

Κάποτε ήσουν «λαϊκό είδωλο». Γινόταν χαμός όπου τραγουδούσες.

Και τώρα γίνεται, δεν έχω παράπονο. Αυτήν τη στιγμή είμαι στο ζενίθ της καριέρας μου. Είμαι μια χαρά. Δηλαδή αυτήν τη στιγμή θεωρώ ότι είμαι ένας μεστός και σοφός καλλιτέχνης. Όταν ήμουν μικρότερος μπορούσα να κάνω και υπερβολές. Τώρα κάνω αυτό που λέει η καρδιά μου και μόνο. Πάντα υπήρχε ο «σπόρος» για να φτάσω σε αυτό το σημείο και να λέω τώρα: «Ευχαριστώ τη ζωή, τον Θεό μου». Τότε δεν προλάβαινα να κάνω την αυτοκριτική μου. Δουλεύαμε πάρα πολύ. Τώρα έχω την άνεση και να γράφω τα τραγούδια μου, αλλά και να κρίνω τον εαυτό μου, να τον ψάχνω. Εγώ δίνω τη μάχη μου να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. Τότε ήθελα, αλλά δεν προλάβαινα να το κάνω αυτό. Από το 1994 μέχρι το 2000 δεν μπορούσα να κάτσω καθόλου για να γνωρίσω πραγματικά τον «Βασίλη μου». Πάντα όμως τον «έψαχνα» τις ώρες που οδηγούσα κι ήμουν μόνος μου, γιατί δεν ήθελα να τον χάσω μέσα σε αυτήν τη λαοθάλασσα.

Πότε πιστεύεις ότι στη ζωή σου έκανες ή κάνεις «ενός λεπτού σιγή»;

Ενός λεπτού σιγή κάνω πάντα μπροστά στην Ελληνική Σημαία, στους πεσόντες ήρωες για την ελευθερία. Αγαπώ πολύ τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο και κυρίως τον Καποδίστρια. Δυστυχώς όμως οι σημερινές κοσμικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Αυτοί ήταν αγνοί άνθρωποι, αληθινοί Έλληνες, τους έχω στην καρδιά μου. Ενός λεπτού σιγή κάνω για τους προγόνους μου και γονατίζω στον Θεό μου και σ’ αυτούς που έφυγαν για την πατρίδα μας.

«Οι Στροφές» είναι ένα άλλο τραγούδι , ένα ζεϊμπέκικο σου που σε χαρακτήρισε. Είχες πολλές στροφές στη ζωή σου;

Ναι. Μέχρι που… ζαλίστηκα κι έπεσα και όταν σηκώθηκα είπα: «Βασίλη, εδώ είσαι εσύ».

Σίγουρα θα είχες και υπερβολικές εκδηλώσεις λατρείας έως και υστερίας.

Αρκεί να σου πω αυτό. Θυμάμαι ένα παιδί που χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο και κατέβηκα από την πίστα για να τον συνεφέρω κι άλλος ένας νεαρός στις Σέρρες που ξυράφιασε τα χέρια του και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Ευτυχώς σώθηκε. Αυτά τα δύο περιστατικά με στιγμάτισαν και είπα: «Ή σταματάω το τραγούδι ή, Θεέ μου, βοήθησέ με να μην ξαναγίνει κάτι τέτοιο» και με βοήθησε και δεν ξανάγινε. Επίσης, γυναίκες γδυνόντουσαν μπροστά μου πάνω στο «πατάρι», δηλαδή έχω βιώσει πράγματα τρελά.

Πώς ένιωθες τότε και τι λες και σκέφτεσαι τώρα για όλα αυτά;

Τι να σου πω; Τότε δεν προλάβαινα να τα σκεφτώ. Απλά βλέπω ότι τώρα με σέβεται περισσότερο ο κόσμος. Τώρα σηκώνονται με χειροκροτούν και ξανακάθονται. Περιμένουν τον «Βασίλη τους». Με βλέπουν πια σαν έναν μεστό καλλιτέχνη που ξέρει πλέον να τους δίνει την καρδιά του ακόμα καλύτερα. Ο κόσμος μετά την οικονομική κρίση έχασε το χαμόγελό του. Από την άνεση των εποχών που είχαμε κάποτε, πέσαμε στην ένδεια. Η ένδεια έπρεπε να γίνει. Για εμένα είναι ευλογία, γιατί είχαμε πάρει ψηλά τον αμανέ…

Τον τελευταίο καιρό έχει «σκάσει» στον καλλιτεχνικό χώρο -τον θεατρικό- το θέμα με τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις. Σου έχει συμβεί;

Όχι. Εντάξει, το να σε κοιτάει με ένα βλέμμα πλάνο, εσύ το μετατρέπεις με το τραγούδι σου, με τον τρόπο σου και την καρδιά σου, στο «εγώ είμαι καλλιτέχνης κάτσε και απόλαυσε με» και τελείωσε το έργο. Δεν ξέρω τι γίνεται στο θεατρικό χώρο, γιατί εγώ είμαι μακριά από αυτά. Δυσκολεύομαι και να το πιστέψω ότι γίνονται τέτοια πράγματα. Από την άλλη, για να το καταγγέλλουν, συμβαίνει. Θεωρώ ότι είναι ο μεγαλύτερος ξεπεσμός που υπάρχει αυτό το πράγμα. Εγώ ως άνθρωπος κοιτάω τη λίμνη που είναι γεμάτη. Δεν μπήκα ποτέ μέσα στη λίμνη γιατί ξέρω ότι στο κάτω μέρος της υπάρχει βούρκος. Τον απέφυγα. Προτιμούσα να πάω με το καράβι παρά να πέσω με την μπουκάλα να βρω τον βούρκο ή το ναυάγιο.  Ήθελα πάντα τα νερά μου να είναι καθαρά.

Πιστεύεις ότι ο χώρος του τραγουδιού είναι αγγελικά πλασμένος, καθώς δεν έχει βγει στη δημοσιότητα ούτε μία καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση;

Όχι, δεν είναι καθόλου αγγελικά πλασμένος. Γι’ αυτό και σου είπα ότι εγώ είχα πίσω μου το κερί της Παναγίας, τις αρχές από τους γονείς μου και τα αδέλφια μου που με πρόσεχαν, και δεν έπεσα. Τώρα ως άνθρωπος, η πνευματικότητά μου είναι προσωπική υπόθεση, την καθορίζω εγώ. Διαβάζω, έχω μάθει πλέον να βρίσκω ανθρώπους που επί της ουσίας θα με βοηθήσουν, όπως οι γέροντες στο Άγιον Όρος και ο πνευματικός μου. Με όλα αυτά κάποια στιγμή σε πλησιάζει η Θεία Χάρις, ο άγγελός σου έρχεται πιο κοντά.

Πόσα χρόνια νιώθεις κοντά σου τον άγγελό σου;

Δεν νομίζω ότι μ’ άφησε ποτέ, όχι μόνο γιατί ήμουν καλός, αλλά γιατί ήθελε να με προστατεύσει.

Τι κάνεις αυτόν τον καιρό επαγγελματικά;

Με τον κορωνοϊό απείχα από τη δουλειά όπως και όλοι οι καλλιτέχνες του χώρου μας. Πέρασα, αν και εμβολιασμένος, κορωνοϊό, ευτυχώς ελαφρά και μάλιστα λίγο πριν ξεκινήσω τις εμφανίσεις μου στο «Vegas», όπου συνεχίζουμε να προσφέρουμε στιγμές κεφιού μαζί με τον Ζαφείρη Μελά και τον Αλέκο Ζαζόπουλο. Είναι μία από τις καλύτερες δουλειές μου κι είμαστε μια ωραία παρέα. Ξεκίνησα πολύ ευλογημένα, μετά τη μάχη που δώσαμε όλοι μας με τον κορωνοϊό.

Ξέρω όμως ότι έφτασες στο θάνατο δύο φορές.

Ναι, έτσι είναι. Μία φορά κινδύνεψα σωματικά και την άλλη πνευματικά. Κόντεψα να ξεφύγω… Έφτασα στο χείλος του γκρεμού! Τραβήχτηκα πνευματικά. Αλλά δεν είναι ντροπή. Πολύς κόσμος το έχει πάθει κι εύχομαι σε όλο τον κόσμο που είναι στα νοσοκομεία «περαστικά». Η υγεία είναι πάνω απ’ όλα. Να κάνεις τον σταυρό σου.

Αυτές τις δύο φορές που έφτασες στο χείλος της καταστροφής, όπως μου είπες, νιώθεις ότι σε βοήθησε η Παναγία;

Ναι, με βοήθησε η Παναγία μας. Μάλλον θα είμαι πολύ αμαρτωλός και με άφησε να ζήσω για να μετανοήσω περισσότερο και Την ευχαριστώ.

Έχεις δύο γάμους, δύο διαζύγια αλλά και δύο υπέροχους γιους, τον Θεόδωρο που είναι 21 χρόνων και τον Παύλο-Δημήτριο, στα δεκάξι. Ήθελες οικογένεια, το προσπάθησες.

Ναι, το προσπάθησα. Η δουλειά μου δεν αντέχεται. Εδώ δεν την αντέχουν τα αδέλφια μου. Πώς να την αντέξει μια γυναίκα; Ο καλλιτέχνης είναι ασύμβατος με τους γάμους. Ή με το ένα θα είσαι ή με το άλλο. Είναι τρόπος ζωής και το ένα και το άλλο. Οπότε εγώ προσπάθησα να συνδυάσω και τα δύο, αλλά δεν τα κατάφερα. Κατάφερα όμως να έχω δύο υπέροχα παιδιά και ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό. Όταν βλέπω τα παιδιά μου, καταλαβαίνω ότι έχω αποθέματα αγάπης. Δεν την πετάω την αγάπη. Την μοιράζω στον Χριστό μου, στους ανθρώπους γύρω μου, στα παιδιά μου. Η αγάπη είναι το παν. Να γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Αυτό θέλω να μπορέσω να μεταδώσω στους ανθρώπους. Να προσπαθούν να γίνονται καλύτεροι και ν’ αγαπάνε.

Πώς είσαι αυτόν τον καιρό;

Προσπαθώ μετά από 12 χρόνια, σαν μια σπέντζα που φυτρώνει τον Γενάρη, να… ξαναβρώ τον τραγουδιστή μου, τον συνθέτη μου κι έναν δημιουργικό «τρελό» που κουβαλάω μέσα μου. Θυμάμαι τις σπέντζες -τα ζουμπουλάκια- που μου έφερνε η γιαγιά μου η Παγώνα από το χωράφι μας και μοσχοβόλαγε όλο το σπίτι. Έτσι θέλω ν’ ανθίσω ξανά.

 

Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της Ontime

Exit mobile version