Το μεγάλο θρίλερ της διπλής εξαφάνισης στην Κηφισιά – Όταν ο επιχειρηματίας Γιώργος Νικολαΐδης και η φίλη του βρέθηκαν δολοφονημένοι στο Γραμματικό
Το θρίλερ της εξαφάνισης του Γιώργου Νικολαΐδη και της φίλης του Σούλας Καλαθάκη δεν έβρισκε λύση επί πεντέμισι μήνες. Το ζευγάρι παρέμενε άφαντο, αλλά τα στοιχεία που είχαν βρεθεί στο εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο του 45χρονου επιχειρηματία «μιλούσαν» για έγκλημα.
Η διάρρηξη στο σπίτι του, απ’ όπου είχαν κλαπεί μετοχές και επιταγές που εξαργυρώνονταν η μία μετά την άλλη, αλλά και οι κινήσεις των πιστωτικών καρτών του, «μαρτυρούσαν» και το κίνητρο. Ήδη η εισαγγελία είχε ζητήσει την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από το τμήμα ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, που μετά από έρευνες είχε σχηματίσει μια λίστα υπόπτων.
Στις 8 Μαΐου 1998 το «κουβάρι» άρχισε να ξετυλίγεται. Στο Σέσι Γραμματικού ένας βοσκός βρήκε το πτώμα μιας γυναίκας σε αποσύνθεση. Η μητέρα και η αδελφή της 31χρονης Σούλας Καλαθάκη, που κλήθηκαν στο νεκροτομείο, την αναγνώρισαν από τα ρούχα και μερικά προσωπικά αντικείμενα. Η επιβεβαίωση ήρθε από την εξέταση DNA.
Ψάχνοντας για περισσότερα πειστήρια, οι αστυνομικοί βρήκαν τρεις ημέρες αργότερα και το πτώμα του Νικολαΐδη, μόλις 100 μέτρα μακριά, καταπλακωμένο από πέτρες ανάμεσα σε θάμνους. Τα χέρια του ήταν δεμένα στους καρπούς και το στόμα του φιμωμένο με ένα κομμάτι ύφασμα. Ο ιατροδικαστής Χρήστος Λευκίδης διαπίστωσε ότι τον είχαν σκοτώσει χτυπώντας τον στο κεφάλι με μεταλλικό αντικείμενο, πιθανόν λοστό.
Το ζευγάρι εξαφανίστηκε το απόγευμα της 28ης Νοεμβρίου 1997. Λίγο νωρίτερα είχαν συναντηθεί σε μια καφετέρια στην οδό Αγίου Μελετίου με ένα φίλο του Νικολαΐδη, ο οποίος τον άκουσε, την ώρα που έφευγαν, να λέει στην Καλαθάκη: «Πάμε να σηκώσουμε λεφτά, γιατί εκεί που πάμε θα τα χρειαστούμε». Ο 45χρονος επιχειρηματίας, κύριος μέτοχος της εταιρείας βιομηχανικών ειδών «Πετροχέμκα» και μανιώδης παίκτης του χρηματιστηρίου, είχε γνωρίσει την 31χρονη γυναίκα λίγους μήνες πριν και την είχε προσλάβει στις επιχειρήσεις του, αφού μετά το κλείσιμο του μίνι μάρκετ που διατηρούσε στο Γαλάτσι, δεν είχε δουλειά. Έκαναν δεσμό και ήταν αχώριστοι.
Την 1η Δεκεμβρίου η μητέρα της Σούλας δήλωσε την εξαφάνισή της στο Αστυνομικό Τμήμα Άνω Πατησίων. Το ίδιο έκανε δύο ημέρες αργότερα και ο πατέρας του Νικολαΐδη, ο οποίος κατέθεσε και μήνυση κατ’ αγνώστων, όταν αναζητώντας το γιο του, διαπίστωσε ότι είχαν διαρρήξει το σπίτι του, στην οδό Αγίας Λαύρας 18. Οι δράστες είχε κλέψει μετοχές της εταιρείας του και επιταγές πελατών.
Οι έρευνες των αστυνομικών άρχισαν να μπαίνουν στο αυλάκι, όταν ο ιδιοκτήτης καφετέριας Λουκάς Μάμαλης τηλεφώνησε στην πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο της «Πετροχέμκα», ζητώντας την είσπραξη τριών επιταγών συνολικού ύψους 34.500.000 δραχμών, δύο από τις οποίες είχαν οπισθογραφηθεί μόνο από τον Γιώργο Νικολαΐδη και, όπως αποδείχθηκε, ήταν κλεμμένες. Στο τηλεφώνημα έδωσε τα πραγματικά στοιχεία του. Όταν κλήθηκε στην Ασφάλεια, είπε ότι έκανε απλώς μια εξυπηρέτηση στον Παναγιώτη Κράμπη, ο οποίος ήταν θαμώνας στο κατάστημά του, επειδή του είχε υποχρέωση, χωρίς να ξέρει περισσότερα.
Ήδη το προηγούμενο βράδυ η πολυτελής “BMW” του Νικολαΐδη είχε βρεθεί στην οδό Διγενή 5 στην Κηφισιά, απ’ όπου χάθηκαν τα ίχνη του ζευγαριού και γινόταν «φύλλο και φτερό». Εκτός από χώματα, λάσπες και οσμή από πετρέλαιο βρέθηκε και ένα άγνωστο δακτυλικό αποτύπωμα στο τζάμι της πόρτας του οδηγού.
Στις αρχές Απριλίου 1998, όταν έφτασε στο αεροδρόμιο της Αθήνας με πτήση από το Λονδίνο, φορώντας ένα πανάκριβο δαχτυλίδι και ένα δερμάτινο παλτό που της είχε αγοράσει ο Κράμπης με τις κλεμμένες κάρτες, οδηγήθηκε στην Ασφάλεια για κατάθεση. Ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του, αλλά αποφάσισε να μιλήσει. Την ίδια ημέρα προσήχθη και ο 33χρονος ιδιωτικός υπάλληλος Μάριος Ασημάκης, ο οποίος είχε αναλάβει την έκδοση πλαστού διαβατηρίου στον Κράμπη για να διαφύγει στην Ιταλία μέσω Πάτρας μαζί με την Χωραϊτου. Στο σπίτι του βρέθηκαν επιταγές του Νικολαΐδη.
Από τις καταθέσεις φερόταν ως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας ένας παλιός «γνώριμος» της Αστυνομίας, ο 37χρονος Ηλίας Μαζαράκης, γνωστός και ως «Ιταλός» λόγω των σπουδών που έκανε στη γειτονική χώρα. Τον Φεβρουάριο του 1985 είχε σκοτώσει για κληρονομικές διαφορές στην Κέρκυρα τον παππού του Στυλιανό Δούκα και τη θεία του Ευτυχία Δούκα. Καταδικάστηκε σε δις ισόβια κάθειρξη, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1997 παραβίασε την 5νθήμερη άδεια που πήρε από τις φυλακές Αλικαρνασσού.
Επίσης οι καταθέσεις ενέπλεκαν και τον 32χρονο Θεόδωρο Κράλλη, ο οποίος είχε κατηγορηθεί παλαιότερα για κλοπές αυτοκινήτων και εκβιάσεις των ιδιοκτητών τους. Λίγους μήνες νωρίτερα τον είχαν πυροβολήσει έξω από νυχτερινό κέντρο στην Κηφισιά και τον είχαν τραυματίσει βαριά. Ο ίδιος βρισκόταν στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας και παραδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2001 στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, για να αποδείξει, όπως είπε, ότι δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου εκδόθηκε τελικώς στην Ελλάδα και ο Παναγιώτης Κράμπης, ο οποίος είχε συλληφθεί στο Λονδίνο. Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, στόχος των δραστών ήταν η τεράστια περιουσία του Γιώργου Νικολαΐδη. Τα είχαν υπολογίσει όλα με κάθε λεπτομέρεια. Όλα εκτός από την πεισματική άρνηση του επιχειρηματία να χρίσει τους απαγωγείς του, διαχειριστές της περιουσίας του. Μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, οι απαγωγείς προτίμησαν να κλείσουν το στόμα των ομήρων τους.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών μετά από ακροαματική διαδικασία έξι μηνών, καταδίκασε τον Ιούλιο του 2002 σε δύο φορές ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 25 ετών τον Παναγιώτη Κράμπη, ο οποίος κρίθηκε ένοχος ως ηθικός αυτουργός στις δύο ανθρωποκτονίες, αλλά και για σωρεία άλλων αδικημάτων, μεταξύ των οποίων αρπαγή, εκβίαση, απάτη και πλαστογραφία. Σε κάθειρξη 25 ετών με το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη καταδικάστηκε ο Μάριος Ασημάκης, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για άμεση συνέργεια στις δύο ανθρωποκτονίες, καθώς επίσης απαγωγή και εκβίαση από κοινού με Κράμπη και Μαζαράκη.
Για τον καταζητούμενο «γιατρό» η δικογραφία διαχωρίστηκε ως προς τις άλλες κατηγορίες και καταδικάστηκε για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών. Ο Θεόδωρος Κράλλης καταδικάστηκε μόνο για απλή συνέργεια σε πλαστογραφία, σε εξαγοράσιμη ποινή φυλάκισης 3 μηνών. Το δικαστήριο απάλλαξε τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Κράμπης και Ασημάκης έκαναν έφεση και η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, τον Απρίλιο του 2005. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την πρωτόδικη ποινή τους, σύμφωνα και με την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας.