Τα παιδιά ρωτούσαν για τη μητέρα τους – «Με απατούσε και τη σκότωσα»
Από Παναγιώτης Παπανικολάου
Άλλη μία γυναικοκτονία συγκλονίζει τη χώρα – η 15η για το 2024 – με θύμα μια μητέρα δύο παιδιών στους Αμπελόκηπους. Δράστης είναι ένας 39χρονος άνδρας αλβανικής καταγωγής. Το φρικτό έγκλημα σημειώθηκε τη νύχτα της Πέμπτης προς ξημερώματα Παρασκευής, στις 29 Νοεμβρίου, όταν ο 39χρονος επιτέθηκε στη σύζυγό του, χτυπώντας την θανάσιμα στο κεφάλι με σφυρί.
Τα παιδιά ρωτούσαν για τη μητέρα τους
Ο 39χρονος άνδρας, αφού δολοφόνησε τη σύζυγό του, συνέχισε την καθημερινότητά του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το πρωί πήγε κανονικά τα δύο τους παιδιά, ηλικίας 9 και 12 ετών, στο σχολείο. Μετά τη λήξη των μαθημάτων, τα μετέφερε στο σπίτι της αδερφής του, όπου και έμειναν για λίγες ημέρες. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα δύο ανήλικα παιδιά ρωτούσαν συνεχώς για τη μητέρα τους όσο έμεναν στη θεία τους.
Το απόγευμα της Πέμπτης, λίγο πριν από τις 6 (5/12), ο 39χρονος Αλβανός κάλεσε την Άμεση Δράση και ομολόγησε το έγκλημά του. Περιέγραψε ότι το βράδυ της προηγούμενης Πέμπτης δολοφόνησε τη γυναίκα του στο ισόγειο διαμέρισμά τους, στην οδό Λακωνίας 19, χτυπώντας την στο κεφάλι με ένα σφυρί.
Αστυνομικοί έσπευσαν αμέσως στο σημείο, όπου και συνέλαβαν τον δράστη. Ο ίδιος τους αποκάλυψε ότι είχε τοποθετήσει το πτώμα της συζύγου του μέσα σε μια νάιλον σακούλα και το είχε κρύψει στο πατάρι.
Δολοφονία στους Αμπελόκηπους: Με απατούσε και τη σκότωσα
Ο κατηγορούμενος ανέφερε στους αστυνομικούς ότι ο λόγος που σκότωσε τη σύζυγό του ήταν η υποτιθέμενη απιστία της με τον στενότερο φίλο του. Σύμφωνα με πληροφορίες του Star, ισχυρίστηκε πως «θόλωσε» όταν έμαθε για τη σχέση της με τον καλύτερό του φίλο. «Η ζήλια με τύφλωσε και τη σκότωσα», φέρεται να δήλωσε.
Όπως μεταδίδει ο ΣΚΑΪ, ο δράστης αποκάλυψε ότι είχε πιάσει τη σύζυγό του να είναι κλειδωμένη στο μπάνιο του σπιτιού, μιλώντας κρυφά στο κινητό με τον στενό του φίλο.
Οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες και τον οδήγησαν στην Ασφάλεια για ανάκριση. Νωρίτερα, είχαν εντοπίσει τη σορό της γυναίκας, η οποία βρισκόταν στο πατάρι του σπιτιού μέσα σε μαύρες σακούλες.