Τη σημαντική αύξηση των διοδίων από την 1η Ιανουαρίου 2024 επιβεβαιώνει το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών σε ενημέρωσή του. Αν και δεν αναφέρει το ποσοστό της αύξησης, το οποίο κατά πληροφορίες, θα κυμανθεί μεταξύ 7,6% και 7,7% για την επόμενη χρονιά, σημειώνει ότι αυτό θα είναι μικρότερο του 12%, δηλαδή του ποσοστού που προβλεπόταν για το 2023, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Δηλώνει επίσης ότι σε καμία περίπτωση δε θα αποζημιώσει τους παραχωρησιούχους των αυτοκινητοδρόμων για οποιαδήποτε άλλη διεκδίκηση πέραν της πληρωμής των ημερών που η κίνηση ήταν ελεύθερη διοδίων τις ημέρες των εκλογών και των μέτρων που ελήφθησαν εξαιτίας της κακοκαιρίας «Daniel».
Ωστόσο, στην πραγματικότητα μπορεί το Δημόσιο να μη δίνει στις εταιρείες παραχώρησης «ζεστό χρήμα» ως αποζημίωση για τα διαφυγόντα έσοδα, αλλά την αύξηση του 12% που δεν έγινε φέτος, στο μεγαλύτερο ποσοστό της θα την επωμιστούν οι ίδιοι οι χρήστες των αυτοκινητοδρόμων ετεροχρονισμένα, καθώς σε βάθος τριετίας θα πληρώνουν επιβαρυμένο κόμιστρο διοδίων, στο οποίο θα έχει συνυπολογιστεί και ποσοστό της αύξησης που δεν επιβλήθηκε την τρέχουσα χρονιά.
Πού θα κυμανθούν οι νέες αυξήσεις
Και αυτό γιατί από το 12% αύξησης που προβλεπόταν για το 2023, το μισό, δηλαδή ποσοστό 6%, θα προστεθεί στις τιμές των διοδίων το 2024, ενώ η συμφωνία μεταξύ υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και παραχωρησιούχων προβλέπει ότι προσαύξηση κατά 2% ετησίως θα έχει το αντίτιμο των διοδίων και το 2025 και το 2026. Έτσι, από το 12% της αύξησης, οι παραχωρησιούχοι θα απορροφήσουν το 2%.
Ουσιαστικά η προσαύξηση ύψους 12% για το 2023, η οποία δεν είχε εισπραχθεί, θα μοιραστεί σε τρεις δόσεις έως το 2026 και οι παραχωρησιούχοι θα απορροφήσουν ένα μέρος της. Έτσι, δεδομένου ότι οι ετήσιες αυξήσεις υπολογίζονται με βάση την αύξηση στον δείκτη τιμών καταναλωτή κάθε Σεπτέμβριο, ο οποίος αυξήθηκε το 2023 κατά 1,65% σε σχέση με το 2022, στην αύξηση αυτή θα προστεθεί το ήμισυ της αύξησης από το 2021 στο 2022, δηλαδή 6% και η αύξηση των διοδίων για το 2024 θα κυμανθεί γύρω στο 7,6%.
Αντίστοιχα και τις δύο επόμενες χρονιές στον δείκτη τιμών καταναλωτή θα προστίθεται ποσοστό 2% για τον καθορισμό των αυξήσεων.
Αναλυτικά, η ενημέρωση του υπουργείου έχει ως εξής: «Όσον αφορά στο κόμιστρο των διοδίων στους ελληνικούς αυτοκινητοδρόμους, βούληση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών ήταν η εξεύρεση μιας ρεαλιστικής λύσης, χωρίς την επιβάρυνση των πολιτών για το 2023. Το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, έχοντας εξαντλήσει κάθε δυνατότητα, κατάφερε τελικά να επιτύχει την αναστολή της αύξησης του κομίστρου για τη φετινή χρονιά. Επιπλέον, το δημόσιο δεν πρόκειται να προβεί σε καμία αποζημίωση προς παραχωρησιουχους πλην αυτών για τη διευκόλυνση των εκλογικών διαδικασιών και των μέτρων που ελήφθησαν, εξαιτίας της κακοκαιρίας “Daniel”. Σε κάθε περίπτωση, ύστερα από συστηματικές προσπάθειες, η νόμιμη αύξηση του κομίστρου των διοδίων το 2024 θα είναι σαφώς κατώτερη του 12%, όπως αυτή προβλεπόταν για το 2023».
Το ιστορικό
Βάσει των συμβάσεων παραχώρησης, οι αυξήσεις στα διόδια θα έπρεπε να έχουν τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2023 και να είναι στο ύψος του δείκτη των τιμών καταναλωτή, κάτι που θα ανέβαζε το κόστος των διοδίων κατά 12% και το αντίτιμο σε ορισμένους σταθμούς διοδίων έως και κατά 50 λεπτά του ευρώ! Η ετήσια τιμαριθμική αναπροσαρμογή των διοδίων αποτελεί βασικό όρο των έξι συμβάσεων παραχώρησης και συγκεκριμένα της Ολυμπίας Οδού, της Κεντρικής και της Νέας Οδού, της Γέφυρας, του Μορέα και του Αυτοκινητοδρόμου Αιγαίου.
Ωστόσο η αύξηση του 2023 δεν εφαρμόστηκε ποτέ καθώς τον Δεκέμβριο του 2022 η προηγούμενη κυβέρνηση είχε μεταθέσει την «καυτή πατάτα» στην επόμενη καθώς ήθελε πάση θυσία να αποφύγει μία τέτοια εξέλιξη σε εκλογική χρονιά και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, η εφαρμογή των αυξήσεων πήρε παράταση για ένα 6μηνο αργότερα και σε μη εκλογική στιγμή.
Ωστόσο, ο καιρός πέρασε, η κυβέρνηση παρέμεινε η ίδια και η νέα ηγεσία του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών βρέθηκε απέναντι στο αίτημα των παραχωρησιούχων για εφαρμογή των προβλεπόμενων από τις συμβάσεις αυξήσεων.
Η πλευρά του υπουργείου επιχείρησε με κάθε τρόπο να αποφύγει το σκόπελο τόσο μεγάλων αυξήσεων ειδικά σε μια εποχή που η ακρίβεια έχει φέρει στα όριά τους νοικοκυριά και επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να τις απαγορεύσει.
Μέσα στο καλοκαίρι εστάλη επιστολή από τους παραχωρησιούχους, με την οποία ανακοινώνονταν αυξήσεις από την 1η Σεπτεμβρίου καθώς δε συμφωνούσαν με καμία από τις εναλλακτικές λύσεις που είχαν προταθεί, ενώ στην επιχειρηματολογία τους ανέφεραν μεταξύ άλλων και το αυξημένο κόστος δανεισμού.
Το υπουργείο απάντησε κάνοντας λόγο για «μονομερείς κινήσεις εκ μέρους των παραχωρησιούχων», ενώ η θέση του παρέμεινε σταθερή στη λύση του διαμοιρασμού του κόστους, το οποίο τελικώς επιμερίζεται σε τρεις χρονιές.