Aυξάνεται η τιμή του ψωμιού: Πού έχει φτάσει το αλεύρι, έλεγχοι για κερδοσκοπία
Ως και 20 λεπτά πάνω πήρε από το χθες το ψωμί, ως αποτέλεσμα των πρωτοφανών αυξήσεων στην τιμή του αλευριού.
Οι νέες παραλαβές από αρτοποιούς, όπως λένε οι ίδιοι, έχουν «καπέλο» ως και 70% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα, καθιστώντας αναπόφευκτη την αύξηση στην τελική τιμή του ψωμιού.
Μέχρι χθες, η τιμή μιας φρατζόλας «έπαιζε» στα 0,70- 0,80 ευρώ, φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις το 1 ευρώ. Από χθες, η τιμή πήρε πάνω γύρω στα 0,20 ευρώ, «φλερτάροντας» με το 1,30 ευρώ.
Σημειωτέον ότι από αυτά, τα 0,15 ευρώ είναι ο αναλογών ΦΠΑ 13%.
«Εκτοξεύθηκε» το μηνιαίο κόστος στους φούρνους
Όπως λένε κλαδικοί φορείς, ένας συνοικιακός φούρνος επιβαρυνόταν ως τώρα με ένα μηνιαίο κόστος της τάξης των 10.000 ευρώ για την προμήθεια αλεύρων. Πλέον, το κόστος έχει «πετάξει» στις 17.000 ευρώ.
Συνυπολογίζοντας το αυξημένο κόστος των υπόλοιπων πρώτων υλών και φυσικά το κόστος ενέργειας -που όπως λένε οι ίδιοι «φρενάρει» με την απόφαση της κυβέρνησης να καλύψει αναδρομικά το 80% με 90% της ρήτρας αναπροσαρμογής- οι αρτοποιοί και ζαχαροπλάστες καλούνται να διαχειριστούν μια συνολική αύξηση 70-80% του κόστους, που προφανώς δεν μπορεί να περάσει στην κατανάλωση. Εν όψει Πάσχα, η εκτίμηση -ίσως προσδοκία- είναι ότι οι ανατιμήσεις στα αρτοσκευάσματα και τα παραδοσιακά γλυκίσματα, δεν θα ξεπεράσουν το 10%.
Μικρή «χαραμάδα» ομαλοποίησης
Κι ενώ το άτυπο πλαφόν προμήθειας αλεύρων στη χονδρική και τη λιανική συνεχίζεται, υπάρχουν κάποια σημάδια ομαλοποίησης της αγοράς, με εισαγωγές σιτηρών από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία. Αυτό που μένει να απαντηθεί λίαν συντόμως, είναι αν η Ουκρανία θα καταφέρει φέτος να καλλιεργήσει, άρα να διατηρήσει κάποιο επίπεδο εξαγωγών, έστω μέσω σιδηροδρομικών δικτύων.
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σημειώνει ότι η Ουκρανία δεν είναι βασικός προμηθευτής σιτηρών για την Ελλάδα, με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από το ισοζύγιο των διμερών εμπορικών συναλλαγών να δείχνουν ότι η χώρα μας εισάγει περίπου 86 χιλιάδες τόνους σιτηρών.
Ωστόσο, είναι προφανές ότι αν λείψουν από τη διεθνή αγορά οι ποσότητες του ουκρανικού αλλά και του ρωσικού σιταριού -δεν πρέπει να λησμονεί κανείς τη δυσκολία στις πληρωμές μετά τον αποκλεισμό ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT- η ζήτηση από τις υπόλοιπες παραγωγούς χώρες θα αυξηθεί κατακόρυφα, δοκιμάζοντας το ισοζύγιο προσφοράς- ζήτησης.
Η διπλή «χασούρα» για τους καταναλωτές
Σε ένα τέτοιο «πόλεμο» ζήτησης, οι καταναλωτές χάνουν διπλά, καθώς πέρα από τις όποιες δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι τιμές παίρνουν το ανήφορο. Είναι ενδεικτικό ότι μια ημέρα πριν από την εισβολή στην Ουκρανία η τιμή του σιταριού βρισκόταν στα 287 δολάρια/τόνο κι έκτοτε έκανε ένα άλμα σχεδόν 33%, φτάνοντας μάλιστα στις αρχές του μήνα στα επίπεδα- ρεκόρ των 422 δολαρίων.
Αυτό που καλούνται να πράξουν στα καθ’ ημάς οι αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες είναι να περάσουν από ψιλό κόσκινο τις χονδρικές τιμές του περασμένου Σεπτεμβρίου και να συγκρίνουν τα περιθώρια κέρδους με τις τρέχουσες χονδρικές, οι οποίες μάλιστα αφορούν κατά κύριο λόγο σε άλευρα που είχαν αποθεματοποιηθεί πριν από το ξέσπασμα του πολέμου.
Την ίδια στιγμή, μελέτη του ΔΝΤ για τα κόστη των θαλάσσιων μεταφορών εμπορευμάτων, αναδεικνύει μια ακόμα εστία προβληματισμού και ανησυχίας για το σπιράλ των ανατιμήσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Τα αγαθά που διακινούνται μέσω θαλάσσης ανέρχονται στο 80% του παγκόσμιου εμπορίου και οι αναταράξεις που προκάλεσε η πανδημία ήταν απίστευτες. Η έλλειψη εργατικών χεριών στα λιμάνια, οι περιορισμοί στις μετακινήσεις λόγω υγειονομικών πρωτοκόλλων και η «έκρηξη» της ζήτησης, είχαν ως αποτέλεσμα τον 7πλασιασμό του κόστους μεταφοράς φορτίων με κοντέινερ μέσα σε αυτό το 18μηνο, ενώ για τα χύδην φορτία το κόστος ήταν ακόμα υψηλότερο.
Το χειρότερο είναι ότι το ΔΝΤ «βλέπει» στα στοιχεία που συγκέντρωσε, ότι οι αναταράξεις αυτές που μεταφέρονται στον πληθωρισμό- ο διπλασιασμός των ναύλων αυξάνει κατά 0,7 μονάδες τον πληθωρισμό- θα συνεχιστούν και το 2022.
Το μοντέλο που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ δείχνει ότι οι ανατιμήσεις από τα εισαγόμενα προϊόντα «περνάνε» στην αγορά μέσα σε ένα δίμηνο. Όπως αποτυπώνεται στην ανάλυση της Trading Economics, ο δείκτης τιμών εισαγωγής στην Ελλάδα τον Ιανουάριο ξεπέρασε τις 142 μονάδες, κάνοντας ένα άλμα 25% μέσα σε ένα 12μηνο, με την εντονότερη άνοδο να καταγράφεται από τον Οκτώβριο και μετά. Κι όλα αυτά, χωρίς να συνυπολογιστούν στη μελέτη του ΔΝΤ οι αναταράξεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία.