19 Απριλίου, 2024

Αποκλειστική συνέντευξη – Βαγγέλης Κονιτόπουλος, ο τροβαδούρος του Αιγαίου

Αποκλειστική συνέντευξη – Βαγγέλης Κονιτόπουλος, ο τροβαδούρος του Αιγαίου 

Άννα Τριτσαρώλη

01/02/23

Έρχεται και μας ανταμώνει ο Βαγγέλης Κονιτόπουλος, για να μας ταξιδέψει στο Αιγαίο με το σαγηνευτικό ηχόχρωμα της φωνής του.

Βαγγέλη μου είμαι πολύ χαρούμενη, που σε υποδέχομαι στην onenews.gr και θέλω να σε ευχαριστήσω από καρδιάς, που αποδέχτηκες την πρόσκληση, για να ξεσηκώσεις με τα τραγούδια σου και να παρασύρεις στους ρυθμούς της νησιώτικης μουσικής σου το αναγνωστικό μας κοινό, που σε λατρεύει και σε ακολουθεί πάνω από πενήντα χρόνια. Προέρχεσαι από μια γνωστή μουσική οικογένεια και είχες από μικρό παιδί μουσικά νησιώτικα ακούσματα και το dna των Κονιτόπουλων, που σε έβαλε στην πίστα από πολύ μικρή ηλικία. Πιστεύεις στην κληρονομικότητα ενός ταλέντου, γεννιέται δηλαδή κάποιος με το γονίδιο να γίνει καλλιτέχνης ή ξεδιπλώνεται το ταλέντο του μέσα από το περιβάλλον και την εκπαίδευση;

Πρώτα απ’ όλα να σ’ ευχαριστήσω με τη σειρά μου για την πρόσκλησή σου. Να σου ευχηθώ καλή χρονιά, με δύναμη υγεία και επιτυχία. Τα χρόνια σου να είναι πολλά, αλλά πάνω από όλα να είναι καλά και δημιουργικά. Επίσης μέσα από το βήμα, που μου δίνεις να ευχηθώ στο ακροατήριο σου, τα καλύτερα να φέρει σε όλους αυτή η χρονιά και ναι πιστεύω στην κληρονομικότητα, αλλά και στην αξιοποίηση του ταλέντου, που την συνοδεύει. Έχω δε ζωντανά παραδείγματα κληρονομικότητας στην οικογένειά μου. Στην έβδομη γενιά των Κονιτοπουλαίων, όπου ανήκουν η Ειρήνη Κονιτοπούλου Λεγάκη, ο Γιώργος Κονιτόπουλος, ο Κώστας η Αγγελική κι εγώ, είμαστε όλοι μουσικοί και τραγουδιστές. Γιατί όμως; Διότι και οι δύο γονείς μας, ο Μιχάλης Κονιτόπουλος ή Μωρό, (έτσι ήταν το παρατσούκλι του λόγω του γεγονότος, ότι για πρώτη φορά έπαιξε βιολί σε ένα γάμο στις Εγγαρές της Νάξου, όταν ήταν 10 ετών μόνο) και η Μαρία φυρογένη προερχόταν από μουσικές οικογένειες. Άρα δύο μουσικά « τζάκια» ενώθηκαν και το αποτέλεσμα ήταν αυτό, που προανέφερα, να βγούμε δηλαδή όλοι μουσικοί και τραγουδιστές. Αντιθέτως, η μεγάλη μου αδελφή Ειρήνη παραδείγματος χάρη και ο αδελφός μου ο Γιώργος των οποίων οι σύζυγοι δεν προερχόταν από μουσικές οικογένειες, τα παιδιά τους δεν ασχολήθηκαν όλα με τη μουσική. Από τα τέσσερα παιδιά της Ειρήνης μόνο η μεγαλύτερη κόρη της η Ελένη Λεγάκη ασχολείται δίνοντάς μας μεγάλες επιτυχίες και σπουδαίο έργο και από τα δύο παιδιά του Γιώργου μόνον η Νάσια Κονιτοπούλου. Επίσης, από τα τρία παιδιά της Αγγελικής μόνο τα δύο, η Στέλλα και ο Βασίλης ασχολούνται και, πάει λέγοντας  και για να ολοκληρώσω την απάντησή μου στην ερώτησή σου, όση εκπαίδευση και να πάρει κάποιος ή κάποια, αν δεν υπάρχει ταλέντο θα μείνει μόνο με αυτά που διδάχτηκε. Το ταλέντο πιστεύω και το καταθέτω εδώ, ότι προέρχεται μέσα από το dna , που κουβαλάει ο καθένας μας.

Η μουσική είναι ένα υπολογίσιμο παιδαγωγικό μέσο με τα ηχοχρώματα των μουσικών της οργάνων. Εσύ, ως παιδί, ποια μουσικά όργανα είχες διδαχτεί;

H μουσική δεν είναι ένα υπολογίσιμο παιδαγωγικό μέσο, είναι το πρωτεύον παιδαγωγικό μέσο, η μουσική και μετά ακολουθεί ο αθλητισμός. H μουσική είναι η ανώτερη από τις επτά επιστήμες. Αν βάλεις σε μια μπαλάντζα, κατά την άποψή μου, από τη μια μεριά τη μουσική και από την άλλη τις υπόλοιπες έξι επιστήμες, η ζυγαριά θα σταθεί ίσια. Η μουσική είναι η μόνη επιστήμη, που περιέχει εντός της, όλες τις υπόλοιπες. O Θεός πατέρας μας έπλασε τα πάντα εν Σοφία αλλά και εν Αρμονία και η μόνη επιστήμη, που εμπεριέχει την Αρμονία στους κανόνες της, είναι η μουσική. Πριν δε από τις Μούσες και την αλλαγή του ονόματος σε μουσική, προς τιμή τους, η ονομασία της έβδομης αυτής επιστήμης ήταν Αρμονία, στην συνέχεια άλλαξε το όνομα σε μουσική. Εγώ αυτοδιδάχτηκα κρυφά από τον πατέρα μου αρχικά λαούτο, όταν ήμουν 12 ετών. Έπαιξα δε για πρώτη φορά την ημέρα του Πάσχα του 1966 στο Δαμαριώνα της Νάξου 13 ετών πλέον. Το επόμενο μουσικό όργανο, που επίσης αυτοδιδάχτηκα, ήταν το μπουζούκι στα 15 μου. Στη συνέχεια, όταν πήγα φαντάρος, Σμηνίτης για την ακρίβεια, βρήκα χρόνο να μελετήσω και να μάθω κι άλλα έγχορδα όπως, κιθάρα, μπάσο, μπαγλαμά, τζουρά,μαντολίνο και λοιπά, κατέληξα όμως στην πρώτη μου αγάπη, το λαούτο.

Είσαι δάσκαλος έγχορδων μουσικών οργάνων στο μουσικό εργαστήρι, που δημιούργησες, “Αιγαίο-Βαγγέλης Κονιτόπουλος”. Ποιο έτος ιδρύθηκε αυτή η σχολή και με ποιο σκεπτικό;

Το μουσικό εργαστήρι, στο οποίο αναφέρεσαι, ξεκίνησε στο νησί της Κύθνου. Εκεί έχω ένα σπιτάκι και πηγαίνω διακοπές κάθε καλοκαίρι. Με πλησίασαν λοιπόν κάποιοι γονείς και μου ζήτησαν να διδάξω μουσική στα παιδιά τους, έτσι και έγινε. Στην αρχή συγκεντρώθηκαν 10 μικρά παιδιά και αρκετοί μεγάλοι. Αρχίσαμε μαθήματα σε ένα χώρο του τοπικού συλλόγου της Χώρας Κύθνου, τον οποίο μας παραχώρησε. Τα όργανα, που μου ζήτησαν να τους διδάξω ήταν λαούτο, μπουζούκι και κιθάρα. Αρχίσαμε λοιπόν μαθήματα από τα τέλη Σεπτεμβρίου και μέχρι τον Ιούνιο είχαν μάθει όλα μαζί τα παιδιά να παίζουν τρία τραγούδια. Σημειωτέον, ότι τα παιδιά ξεκίνησαν από το μηδέν. Τον Ιούνιο λοιπόν κάναμε μια γιορτούλα – παρουσίαση της δουλειάς μας σε μια πλατεία του χωριού. Τα τραγούδια, που παρουσιάσαμε και που έπαιξαν τα παιδιά ήταν “το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”, “Κάθε πρωί, που κίναγα να πάω στη δουλειά” και “η Φραγκοσυριανή”. Φυσικά καταχειροκροτήθηκαν τα παιδιά και ο δάσκαλος βέβαια. Την επόμενη χρονιά τα παιδιά, που ήρθαν να συνεχίσουν ήταν επτά και την παρεπόμενη πέντε ,μέχρι,που την τρίτη χρονιά σταμάτησε τη λειτουργία του το εργαστήρι στην Κύθνο, όμως μέσα από αυτή την προσπάθεια βγήκαν δυο- τρία παιδιά πολύ καλοί οργανοπαίκτες, οι οποίοι, αν συνεχίσουν να μελετούν, θα γνωρίσουν την καταξίωση. Αυτά τα παιδιά είναι ταλαντούχα όντως και μακάρι να συνεχίσουν τη μελέτη τους, οι βάσεις, που τους έδωσα σε θεωρητική και πρακτική μόρφωση είναι πολύ γερές και μπορούν να τις αξιοποιήσουν με απώτερο στόχο την επιτυχία. Στη συνέχεια το εργαστήρι μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά ήταν ελάχιστοι αυτοί, που έδειξαν ενδιαφέρον, οι λόγοι ήταν οικονομικοί. Όχι όμως, ότι ήταν ακριβά τα δίδακτρα, απλώς  τα παιδιά είχαν έρθει στην Αθήνα για άλλες σπουδές κι έτσι δεν έφταναν τα χρήματα να σπουδάσουν παράλληλα και μουσική. Έκαναν λίγα μαθήματα κάποιοι, αλλά σχεδόν από κανέναν δεν πήρα χρήματα.

“Η τέχνη της μουσικής στη Νάξο”. Είσαι ο συγγραφέας αυτής της συλλεκτικής έκδοσης. Μίλησέ μας γι’αυτό σου το εκπόνημα.

Από τη δεκαετία του 1980 συνέλαβα αυτή την ιδέα, να γράψω δηλαδή ένα έργο, που θα μείνει, ένα έργο με στόχο την διάσωση της μουσικής κληρονομιάς της Νάξου. Φυσικά όλο αυτό γεννήθηκε από την αγάπη, που νιώθω για τη μουσική και την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Νάξο. Στο μυαλό μου είχα τον αδερφό μου τον Γιώργο, για να το να δουλέψουμε μαζί. Οι πολλές υποχρεώσεις όμως, που είχαμε και οι δύο εκείνον τον καιρό, δεν μας έδωσαν το περιθώριο χρόνου, για να το πραγματοποιήσουμε. Έτσι ήρθε εκείνο το μαύρο 1991, Ιούνιος 18 και έχασα τον αδερφό και δεύτερο μου πατέρα τον Γιώργο Κονιτόπουλο. Οπότε δεν μπορέσαμε να το πραγματοποιήσουμε. Δεν πέταξα βέβαια την έμπνευσή μου και το 1994 κάλεσα από τη Νάξο τον Μανώλη Μπαρμπέρακη, τον αγαπημένο μου φίλο και μαθητή του πατέρα μου, έναν από τους καλύτερους μαθητές του. Αφού γράψαμε πρώτα έναν άλλο δίσκο με 24 τραγούδια, που έχει τίτλο «Αυτά που λέγαμε τότε», ο οποίος περιέχει τραγούδια τα μη νησιώτικα, αυτά που τραγουδούσαμε στη Νάξο, όταν ήμουνα μικρός, του Βαγγέλη Περπινιάδη π.χ. του Δημήτρη Ζάχου της Σοφίας Κολητήρη κλπ, πολύ ωραία τραγούδια, τα οποία μαζί με τα νησιώτικα τα δικά μας, τα τραγουδούσαμε τα παίζαμε και τα χόρευαν οι Ναξιώτες, γιατί τους άρεσαν πάρα πολύ. Αφού λοιπόν ολοκληρώσαμε τον δίσκο αυτό, κάναμε μια μεγάλη κουβέντα με τον Μανώλη, θυμηθήκαμε τα παλιά, εκείνα τα ωραία της νιότης μας τα καθαρά και τα γνήσια κι αφού κλάψαμε και γελάσαμε, φανέρωσα στον Μανώλη την μεγάλη επιθυμία μου να γράψουμε αυτά τα αριστουργήματα της μουσικής κληρονομιάς, που μας άφησαν οι παππούδες και οι πατεράδες μας. Παρών ήταν και ο Αντώνης Κονιτόπουλος ο ξάδερφος μου. Με πολύ χαρά το δέχτηκαν, τους άρεσε η ιδέα και με πολύ όρεξη μπήκαμε στο στούντιο και αρχίσαμε να γράφουμε τα οργανικά κομμάτια της Νάξου. Αυτή ήταν η ιδέα μου. Τα τραγούδια λίγο ως πολύ έχουν ηχογραφηθεί από τον Γιώργο και την Ειρήνη, αλλά τα οργανικά κομμάτια δεν είχαν. Αυτό ακριβώς ήταν που φοβόμουν, μήπως χαθούν στο πέρασμα των χρόνων και που πραγματικά θα είχαν χαθεί, εάν δεν έκανα αυτό το πόνημα. Ηχογραφήσαμε εκείνες τις ημέρες γύρω στα 19 κομμάτια. Σταματήσαμε στην συνέχεια, διότι έπρεπε να επιστρέψει ο Μανώλης στη Νάξο .Στο μεταξύ έψαξα και βρήκα κι άλλους σκοπούς και όποτε ανέβαινε ο Μανώλης από τη Νάξο, ο θεός να τον έχει καλά, συνεχίζαμε τις εγγραφές. Κάποιες φορές, που δεν μπορούσε να έρθει χρησιμοποίησα τον μικρό τότε Πολυχρόνη Κορρέ στο βιολί. Σιγά -σιγά τα κομμάτια έφθασαν τον αριθμό 52. Αυτό το νούμερο ήταν μια ιδέα ενός άλλου φίλου από τη Νάξο του Μάνου Ελευθερίου, αλλά όχι του γνωστού ποιητή, ενός άλλου φίλου, που είναι αντιδήμαρχος στον δήμο Γαλατσίου. Αυτός είχε την ιδέα να γράψουμε 52 ,ένα τραγούδι για κάθε εβδομάδα του χρόνου, έτσι είπε. Από τα 52 κομμάτια τα 42 είναι οργανικά και τα 10 με στίχο, τραγουδισμένα από μένα. Στην συνέχεια σκέφτηκα, ότι αυτό το έργο δεν μπορεί να περιέχει μόνο ηχητικό ντοκουμέντο -μουσική, πρέπει να συνοδευτεί από βιβλίο, που θα περιέχει τις παρτιτούρες των 52 μουσικών έργων, που διανεμήθηκαν τελικά σε 3 cd’s, γιατί ένα δεν τα χωρούσε. Eπιπλέον, πρέπει να προσθέσω φωτογραφικό υλικό από τους πρωτεργάτες και πρωτομάστορες της μουσικής της Νάξου, δηλαδή μικρά βιογραφικά και άλλα σημειώματα, ιστορικά στοιχεία των κομματιών και των τραγουδιών τα οποία θα βοηθήσουν αυτόν, που θα πάρει στα χέρια του το βιβλίο, να καταλάβει όσο γίνεται περισσότερο αυτά, που θέλω να φανερώσω μέσα από αυτό το έργο. Είπα στον εαυτό μου, μουσική, παρτιτούρες φωτογραφίες και σημειώματα, μου φαίνεται ολοκληρωμένο. Το έργο «Η Τέχνη της Μουσικής στην Νάξο, 19 ος και 20 ος αιώνας» απευθύνεται περισσότερο σε μουσικούς, αλλά κάποιοι απ’ αυτούς έχουν φοιτήσει στα Ωδεία, οπότε γνωρίζουν από πεντάγραμμο και κάποιοι άλλοι είναι αυτοδίδακτοι, πρακτικοί μουσικοί όπως εμένα, δεν διαβάζουν νότες, πώς λοιπόν θα μάθουν να παίζουν τα κομμάτια του έργου; Άρα γι’ αυτό Θεωρώ το έργο μου, ολοκληρωμένο, διότι όλοι οι μουσικοί μπορούν να διδαχθούν απ’ αυτό. Υπάρχουν πολλές εκδόσεις βιβλίων, που έχουν γραφτεί για μουσικές άλλων τόπων της χώρας μας και περιέχουν στοιχεία ιστορικά και παρτιτούρες, ναι ,αλλά αφήνουν απέξω όλους αυτούς, που δεν ξέρουν να διαβάζουν παρτιτούρες. Γι’ αυτό επιμένω, ότι το πόνημα « Η Τέχνη της Μουσικής στην Νάξο» είναι ίσως το μοναδικό ολοκληρωμένο μουσικό έργο, το οποίο απευθύνεται σε όλους τους μουσικούς. Η έκδοση του έγινε τον Νοέμβριο του 2018 από την σύζυγό μου Σπυριδούλα Γιαννάκη και παρουσιάστηκε στο πνευματικό κέντρο του δήμου Γαλατσίου. Οι ομιλητές ήταν ο Μάνος Ελευθερίου, αντιδήμαρχος πολιτισμού του δήμου Γαλατσίου, ο πρωτοψάλτης και Άρχων Υμνωδός του οικουμενικού πατριαρχείου Γιώργος Χατζηχρόνογλου και η Ανθή Σαχά,λαογράφος εκπαιδευτικός και κόρη του αγαπημένου μου φίλου και ζωγράφου από την Νάξο Αποστόλη Σαχά, ο οποίος μου διέθεσε όλο το φωτογραφικό του αρχείο για τις ανάγκες του έργου μου και την πολύτιμη βοήθειά του. Επίσης, να μην ξεχάσω να ευχαριστήσω από καρδιάς, μιας και μου δίνεται η ευκαιρία μέσα από αυτό το κάλεσμά σου την αγαπημένη μου νύφη, σύζυγο του ανιψιού μου Βαγγέλη Κονιτόπουλου, Βασιλική Ρόκα για την πολύτιμη βοήθειά της, χάριν της οποίας ολοκληρώθηκε το βιβλίο μου.

Σε παλιότερες εποχές ο τρόπος διασκέδασης ήταν διαφορετικός και κάποιες φορές επικίνδυνος, αν θυμηθούμε τον άγραφο νόμο της παραγγελιάς και τις συνέπειές του. Ήσουν ο καλλιτέχνης, που με μια νέα πρόταση εις βάρος των οικονομικών του απολαβών καθιέρωσε ένα νέο τρόπο διασκέδασης καταργώντας την παραγγελιά. Τί σε ώθησε να κάνεις κάτι τόσο ρηξικέλευθο;

Παλαιότερα, όπως αναφέρεις στην ερώτησή σου, η διασκέδαση, ο χορός, τουλάχιστον στην παραδοσιακή μουσική, γινόταν με τις λεγόμενες παραγγελιές, δηλαδή σηκωνόταν μία- μία οι παρέες και χόρευαν με σειρά προτεραιότητας. Αυτός βέβαια ο τρόπος δημιουργούσε σχεδόν πάντα προβλήματα, διότι πολλές φορές, κάποια από τις παρέες, που χόρευε δεν ήθελε να καθίσει κάτω με τίποτα. Πλήρωναν βέβαια, αλλά δεν είχε σημασία αυτό και οι επόμενοι θα πλήρωναν. Έτσι άρχιζαν οι διαμαρτυρίες και πολλές φορές κατέληγαν σε φασαρία. Εμείς πότε θα χορέψουμε; και γιατί σ αυτούς παίζετε τόση ώρα και δεν τους σταματάτε; κλπ. Δηλαδή θα έπρεπε η ορχήστρα να κάνει το χωροφύλακα κατά κάποιο τρόπο. Φυσικά η ορχήστρα ήθελε να κρατήσει μια τάξη και να χορέψουν όσο γινόταν περισσότερες παρέες, αλλά, όταν ο άλλος είχε πιει και ήταν κεφισμένος, δεν καταλάβαινε από ευγένειες και δημοκρατικούς κανόνες. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να το διαχειριστείς. Εκεί λοιπόν ή άλλη παρέα, ή οι άλλες παρέες, που περίμεναν τη σειρά τους, τα βάζανε συνήθως με την ορχήστρα και άρχιζαν τα άσχημα. Αυτές τις σκηνές από πολύ μικρό παιδάκι τις είχα ζήσει στη Νάξο με τον πατέρα μου και δεν μου άρεσαν καθόλου. Ένιωθα ντροπή και στενοχώρια. Έβλεπα τσακωμούς, άκουγα βρισιές, φωνές, πολλές φορές έπεφτε ξύλο, βρίζανε τον πατέρα μου, γιατί με το βιολιτζή τα βάζανε όχι με το λαουτιέρη , επειδή ο βιολιτζής ήταν ο κουμανταδόρος και αυτό, που κρατούσε τη σειρά χορού. Αυτό το ίδιο πράγμα το έζησα και στην συνέχεια, όταν έφυγα από την Νάξο και ήρθα με τον αδερφό μου τον Γιώργο στην Αθήνα. Και εδώ η δουλειά μας ήταν η ίδια. Εξακολουθούσαμε να πηγαίνουμε σε πανηγύρια και σε λοιπά λαϊκά γλέντια, τα οποία γινόντουσαν τα καλοκαίρια, αλλά και στα μαγαζιά, που δουλεύαμε τους χειμώνες. Τώρα πάλι, τα βάζανε με τον αδερφό μου τον Γιώργο, ο οποίος είχε την ευθύνη της διασκέδασης και της σειράς χορού. Πάλι στενοχώρια και άγχος, αλλά και περισσότερος φόβος, διότι στην Νάξο τους γνωρίζαμε όλους, στην Αθήνα όμως; Ώσπου το 1975 και όταν ο Γιώργος είχε στήσει το δικό του πρώτο μαγαζί στην οδό Δημητρίου Ράλλη 24 στα Πατήσια και συνέχισε τον ίδιο τρόπο διασκέδασης και σε κάποια στιγμή, που δεν άντεχα πλέον άλλο, είπα στον αδερφό μου Γιώργο στην επόμενη σεζόν με αυτό τον τρόπο διασκέδασης εγώ δεν θα συνεχίσω. Δηλαδή; μου λέει. Δεν μπορώ να βλέπω τους πελάτες μας να τσακώνονται, να βρίζονται και μάλιστα οι περισσότεροι να βρίζουν εσένα και εκεί που δημιουργούμε γλέντι και χαρά στο τέλος να καταλήγουμε με σπασμένα κεφάλια και άλλα χειρότερα. Τέλος πάντων δεν μου αρέσουν και δεν συμφωνώ με όλα αυτά. Δεν μου αρέσει αυτός ο τρόπος διασκέδασης με τις παραγγελίες . Και πώς θα το κάνουμε; μου λέει,  αυτός είναι ο τρόπος εδώ και πάρα πολλά χρόνια και σε όλη την Ελλάδα. Να σου πω του λέω. Δεν θα δώσουμε πλέον παραγγελιές και σειρά προτεραιότητας, αλλά θα παίζουμε ένα πρόγραμμα, που θα το έχουμε στήσει από πριν, να χορεύουν όλοι ελεύθερα στην πίστα χωρίς παραγγελιές και χαρτούρα. Και από που θα πληρωνόμαστε μου λέει εμείς και η ορχήστρα; Από το μαγαζί του λέω κι εμείς και η ορχήστρα. Το μαγαζί βέβαια θα ανεβάσει τις τιμές στον κατάλογό του, για να μπορεί να μας πληρώνει. Μα τι είναι αυτά, που λες μου απαντάει γελώντας και γύρισε να φύγει. Μη γελάς, εγώ δεν θα συνεχίσω πλέον έτσι, στο είπα. Γέλασε πάλι κι έφυγε. Λίγο όμως πριν το καλοκαίρι, λες και ο Θεός συμφωνούσε μαζί μου, συνέβη το έξης: Ήρθαν και με βρήκαν δύο παιδιά από την Πάρο. Εκείνη την εποχή πήγαινα στην Πάρο όλα τα καλοκαίρια, ήμουνα παντρεμένος με μια κοπέλα από εκεί και κάθε καλοκαίρι κάναμε τις διακοπές μας και τραγουδούσαμε στα πανηγύρια με τον αδερφό μου, ο οποίος είχε δικό του εξοχικό στην Αλυκή της Πάρου πολλά χρόνια πριν. Ήρθαν λοιπόν και με βρήκαν ο Θοδωρής ο Καραχάλιος και ο Νίκος ο Βαρθακούρης ο αδερφός του Γιάννη του Πάριου και μου είπαν, ότι ανοίγουν ένα μαγαζί στην Πάρο, που θα το ονομάσουν « Έλητας» και μου πρότειναν να αναλάβω το καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Άλλο που δεν ήθελα, μου έκατσε κουτί που λέμε . Αναλαμβάνοντας λοιπόν εφάρμοσα κατευθείαν αυτό, που είχα στο μυαλό μου. Εννοείται, ότι είχα εξηγηθεί από την αρχή με τα παιδιά, ότι δεν δουλεύω με παραγγελίες και ότι θα μας πληρώνει το μαγαζί και όχι οι πελάτες με χαρτούρα. Το δέχθηκαν και συμφώνησαν αμέσως, δεν είχαν καμία αντίρρηση, απεναντίας ούτε αυτοί ήθελαν έκτροπα και φασαρίες στο μαγαζί τους. Στα εγκαίνια, αφού πρώτα καλωσορίσαμε τον κόσμο, τους εξήγησα το πως θα λειτουργήσει το πρόγραμμα και όλοι χειροκρότησαν. Τους είπα βέβαια, ότι, αν έχετε μια επιθυμία για κάποιο τραγούδι, που δεν το έχω στο πρόγραμμα, θα μου το ζητήσετε, αλλά δεν θα απαιτήσετε να το χορέψετε μόνοι σας. Έτσι ξεκίνησε ο νέος τρόπος διασκέδασης και σιγά – σιγά καθιερώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Η αλήθεια είναι, ότι στην αρχή αντέδρασαν όλοι οι άλλοι συνάδελφοι, γιατί στα πανηγύρια πήγαιναν και τους λέγανε, ελεύθερο χορό δεν θα βάλετε χωρίς παραγγελιές; Αυτοί απαντούσαν. Το σύστημα είναι με παραγγελιές. Και γιατί ο Κονιτόπουλος ο Βαγγέλης δεν βάζει παραγγελιές, εσείς γιατί βάζετε; Οπότε με αντιμετώπισαν με πολύ θυμό και μένος οι συνάδελφοι και μάλιστα μου δημιούργησαν διάφορα προβλήματα, που δεν χρειάζεται να τα αναφέρω. Δηλαδή, εδώ που τα λέμε, κινδύνεψα, μέχρι να καθιερωθεί η καινοτομία μου, αλλά τελικά πέρασε και εδραιώθηκε. Όλοι πλέον οι νησιώτες γλεντούν και χορεύουν χωρίς την παραγγελιά και οι μουσικοί πληρώνονται από το σύλλογο ή το μαγαζί ,ανάλογα ποιος στήνει το γλέντι. Τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης έχουν αρχίσει εκεί προς τα ξημερώματα κάποια νέα παιδιά, μουσικοί, να βάζουν παραγγελιές πληρωμένες με χαρτούρα. Δεν τους αδικώ, η κρίση μας διάλυσε εμάς τους μουσικούς, μας έκανε τεράστια ζημιά ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια με τον κορονοϊό. Αυτοί, που την πλήρωσαν περισσότερο από όλους, είμαστε εμείς οι μουσικοί και οι ηθοποιοί.

Τώρα, που το αναφέρεις, όντως ο κορονοϊός και ο εγκλεισμός κατάφεραν μεγάλο πλήγμα και στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Σε ενόχλησε τότε η στέρηση ελευθερίας; Η μουσική σε βοήθησε στο να διαχειριστείς τα συναισθήματά σου μετατρέποντάς σε δημιουργικότητα; Τη σκοτεινή αυτή περίοδο της ζωής μας, θυμάμαι, κατάφερες να μας εμψυχώσεις με τα “Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα της καραντίνας”.

Ο κορονοϊός όπως και ο εγκλεισμός έκανε πάρα πολύ μεγάλη ζημιά ιδιαίτερα στο δικό μου επάγγελμα. Κλεισμένοι όμως στα σπίτια μας εμείς οι δημιουργοί, είχαμε την ευκαιρία να γράψουμε καινούργια πράγματα, που είχαν θέμα τον εγκλεισμό μας και γενικά αυτά, που συνέβαιναν σε όλους μας. Εγώ έγραψα αρκετά τραγούδια και ένα οργανικό κομμάτι, τα οποία ανέβασα στο διαδίκτυο. Ο τίτλος του είναι “Το ζεΪμπέκικο της καραντίνας”. Το πρώτο όμως τραγούδι, που έγραψα δώδεκα ημέρες μετά τον εγκλεισμό, γιατί ήμουνα πιστεύω ένας από αυτούς που την πήρανε χαμπάρι τη δουλειά πολύ γρήγορα, στις 25 Μαρτίου την ημέρα της ονομαστικής μου εορτής, ήταν το “Φέτος μου κλέψατε την Άνοιξη”. Γιατί; Με την ευκαιρία της εορτής μου, ο φίλος μου και συνεργάτης Θανάσης Περιστεράκης μου έστειλε αυτόν τον καταπληκτικό στίχο τον οποίο μελοποίησα αμέσως. Μίλησε στην καρδιά μου, πήρα βαθιές ανάσες, ένιωσα, ότι θέλω να μιλήσω, να διαμαρτυρηθώ και μου δινόταν η ευκαιρία. Επί τόπου έπιασα το λαούτο μου, έβαλα το τηλέφωνο απέναντι μου, άνοιξα την εγγραφή και το τραγούδησα. Το ανέβασα στο διαδίκτυο αμέσως και το αφιέρωσα σαν αντευχητήρια απάντηση, σε όλους αυτούς, που μου έστελναν ευχές την ίδια ημέρα της γιορτής μου, την επόμενη και όλη τη βδομάδα. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε απίστευτες προβολές και το άφησα, όπως ήταν. Δεν μπήκα στο στούντιο να το επεξεργαστώ καλύτερα, με ορχήστρα μεγάλη και τα λοιπά, το άφησα έτσι να υπάρχει. Μπορείτε να το βρείτε γράφοντας στην αναζήτηση « αφιέρωμα στη γιορτή του Βαγγέλη Κονιτόπουλου», θα με δείτε με τα γυαλάκια μου, γιατί έπρεπε να διαβάζω το στίχο την ώρα, που τραγουδούσα και θα σας αρέσει πάρα πολύ. Στη συνέχεια έγραψα τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα πάλι με τη συνεργασία του Θανάση Περιστεράκη. Αυτή τη φορά συνεργάστηκε μαζί μας και ο Νίκος Δρακάκης με το στούντιο του, έπρεπε κάπου να τα γράψουμε και πραγματικά άρεσαν πολύ στον κόσμο. Τέλος πάντων οι περισσότεροι από τους δημιουργούς, δεν μείναμε με τα χέρια σταυρωμένα κάναμε πράγματα και χαίρομαι, που είμαι ένας από αυτούς, βέβαια να μη μας ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, δεν χρειάζεται να είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας με το έτσι θέλω της πολιτείας και όχι μόνο, για να δημιουργήσουμε, μπορούμε και χωρίς τέτοια κόλπα .

Ασχολήθηκες επιτυχώς και με την ενορχήστρωση και αποτέλεσες σχολή μελέτης για τους επόμενους μουσικούς. Αρχικά ο δίσκος “ταξίδια στ’ ακρογιάλια μας το 1973. “.Ακολουθούν όλα τα κονιτοπουλέϊκα και φτάνουμε στο 1981 και στα “Νησιώτικα “. Πώς ήταν η συνεργασία σου με το Γιάννη Πάριο; Θεωρείς, ότι είναι από τις συνεργασίες -σταθμός στην καλλιτεχνική σου διαδρομή;

Ναι από το 1973 άρχισα να ενορχηστρώνω όλους τους δίσκους της οικογένειάς μου και σιγά σιγά καθιέρωσα το δικό μου ύφος και τις δικές μου μουσικές ιδέες και προτάσεις όσων αφορά τα πεπραγμένα στο νησιωτικό μουσικό χώρο, οι οποίες βέβαια ήταν, σαν νέος, που ήμουνα καινοτόμες, με μεγάλες ορχήστρες, νέα μουσικά όργανα, που άλλοτε δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στην νησιώτικη δικογραφία κλπ. Από τότε δημιούργησα έναν δρόμο μια σχολή θα έλεγα, την οποία ακολούθησαν το 95% των νέων μουσικών. Από αυτήν ακούγοντας και μελετώντας τις ενορχηστρώσεις μου, τους ρυθμούς, τις συγχορδίες, που χρησιμοποίησα την εναρμόνιση κτλ διδάχθηκαν και αυτή τη στιγμή απολαμβάνω μεγάλο θαυμασμό και αγάπη από όλα τα νέα παιδιά, που ασχολούνται με το νησιώτικο τραγούδι. Έτσι διδάχτηκαν χωρίς να κάτσουν δίπλα μου, ακούγοντας και μόνο τους δίσκους μου. Όταν συναντιόμαστε και κάνουμε «πηγαδάκι» , πάντοτε έχουν να με ρωτήσουν πολλά και διάφορα, που αφορούν την μουσική μας. Μου λένε, Δάσκαλε, όταν έβγαινε από μάς ένας νέος μουσικός και προσπαθούσε να μάθει βιολί ή λαούτο του έλεγαν οι άλλοι, οι πιο παλιοί, πάρε, μελέτησε και μάθε καλά το δίσκο « Μέσα από το μαγαζί», μόλις το κάνεις, θα είσαι έτοιμος να βγεις στη δουλειά. Οι συνεργασίες μου με τον Γιάννη Πάριο το 1981 αλλά και το 1992 ήταν άψογες. Ο Γιάννης είναι ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης, μακάρι να είχαμε μερικούς ακόμα σαν κι αυτόν. Έχει αφήσει το αποτύπωμά του στο χώρο της ελληνικής δισκογραφίας και του ελληνικού τραγουδιού, έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές Ελλήνων με τα τραγούδια του, αυτά, πού ερμήνευσε, αλλά κι αυτά, που έγραψε, γιατί ο Γιάννης δεν είναι μόνο τραγουδιστής-ερμηνευτής, είναι και μεγάλος δημιουργός, γράφει στίχους μουσική τα πάντα. Ήταν τιμή μου οι συνεργασίες μας και επειδή τον θαυμάζω και τον αγαπώ πολύ, δεν χάνω την ευκαιρία να πηγαίνω, όταν έχει συναυλία εδώ στο λεκανοπέδιο να τον ακούω, όπως πήγαινα και παλαιότερα στα μαγαζιά, που τραγουδούσε. Η συνεργασία μας αυτή βεβαίως είναι σταθμός στην καριέρα μου, αλλά ο μεγαλύτερος σταθμός της, είναι ο ζωντανός δίσκος του 1989 ( Δεκέμβριος) « Μέσα Από το Μαγαζί», ( τότε ηχογραφήθηκε και άμεσα κυκλοφόρησε). Ο δίσκος αυτός ήταν δική μου ιδέα, όπως επίσης η επιλογή των τραγουδιών, η ενορχήστρωση κτλ. Τον τίτλο τον εμπνεύστηκα από τους φίλους και πελάτες μας ,που ερχόταν και μου ζητούσαν να τους δώσω μια κασέτα γραμμένη μέσα στο μαγαζί. Είναι μια δημιουργία άψογη σε όλα της και βέβαια η επιτυχία της δεν οφείλεται σε μένα μόνο, αλλά πάνω απ’ όλα στην άψογη συνεργασία και βοήθεια του αείμνηστου αδελφού μου Γιώργου Κονιτόπουλου και στην υπόλοιπη ομάδα μουσικών, του Αντώνη Κονιτόπουλου του Παντελή Πετρονικολού του Σπύρου Γλένη του αείμνηστου επίσης Λάμπρου Στεφανή και του Αρσένη Χριστοδούλου.

Η φωνή σου έχει ταυτιστεί με την παραδοσιακή νησιώτικη μουσική. Ωστόσο, υπάρχει και η πολυφωνία της μουσικής και η λαϊκή αστική μουσική είναι στο είδος της διαχρονική. Έχεις συνεργαστεί με άλλους καταξιωμένους λαϊκούς ερμηνευτές;

Ναι η ταμπέλα μου είναι τροβαδούρος των νησιώτικων τραγουδιών, ερμηνευτής, μουσικός, δημιουργός. Όμως μου δίνεις την ευκαιρία να πληροφορήσω τους φίλους, όσους δεν το ξέρουν βέβαια, ότι εγώ αρχικά δεν τραγουδούσα νησιώτικα τραγούδια. Έγραφα την μουσική και τραγουδούσα λαϊκά τραγούδια. Τους στίχους ως επί το πλείστον έγραφε ο Ηλίας Φιλίππου . Έχω κυκλοφορήσει πέντε δίσκους μεγάλους με πολύ ωραία λαϊκά τραγούδια και έναν με μικρασιάτικα, όπου συμμετείχε και η ανιψιά μου η Στέλλα Κονιτοπούλου. Ο τελευταίος κυκλοφόρησε το 1984. Είχε προηγηθεί ο δίσκος με τον Γιάννη Πάριο και από τότε δέχτηκα πολλές πιέσεις από φίλους να ασχοληθώ με το νησιώτικο τραγούδι κι εγώ. Μέχρι τότε όλη η οικογένεια, δηλαδή ο Γιώργος η Ειρήνη η Αγγελική ο Κώστας και η Ελένη τραγουδούσαν νησιώτικα τραγούδια. Εγώ έπαιζα μπουζούκι και έλεγα αποκλειστικά λαϊκά, έλεγε και η Ελένη μερικά, αλλά το λαϊκό τραγούδι το είχα επάνω μου. Δέχθηκα λοιπόν πολλές πιέσεις κι έτσι άρχισα δειλά – δειλά. Έκανα πρώτα έναν συμμετοχικό δίσκο τον «Θάλασσα και παράδοση με το Κονιτοπουλαϊικο», όπου τραγουδήσαμε ο Γιώργος η Αγγελική η Στέλλα κι εγώ. Ακολούθησαν άλλοι δύο, όπου έγραψα και τα πρώτα μου τραγούδια, «Άσκημη τηνε θέλω εγώ την αγαπητικιά μου», « Μα το σταυρό που κάνωμε» και άλλα τρία νομίζω. Στην συνέχεια έκανα τον πρώτο μου προσωπικό με τίτλο «24 κοχύλια Αιγαιοπελαγίτικα». Ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Με το μπουζούκι μου και το λαϊκό τραγούδι είχα την ευκαιρία να κάνω συνεργασίες με πολύ μεγάλους κι αξιόλογους καλλιτέχνες, όπως ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος ο Αριστείδης Μόσχος, από τους μεγαλύτερους μουσικούς, που πέρασαν από το χώρο της παραδοσιακής μουσική, ο οποίος έπαιζε σαντούρι και τον θεωρώ έναν από τους δασκάλους μου, ο Γιώργος Κόρος, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Γιάννης Σπυρόπουλος ή Μπάχ , η Πίτσα Παπαδοπούλου κι έπαιξα μπουζούκι σε τραγούδια της Μελίνας Μερκούρη. Επίσης έγραψα μουσική σε πολλά λαϊκά τραγούδια κι έδωσα στο Γιώργο Μαργαρίτη στην Άντζελα Δημητρίου στον Λευτέρη Πανταζή στον Άγγελο Διονυσίου στην Χαρούλα Λαμπράκη και σε άλλους, τα οποία έγιναν επιτυχίες. Στην συνέχεια συνεργάστηκα με κρητικούς καλλιτέχνες. Έχουμε κάνει δύο τραγούδια με τον Νίκο Ζωιδάκη και ένα με τον Μανώλη Κονταρό και τραγουδήσαμε παρέα με τον Μπάμπη Γαργανουράκη τον Ερωτόκριτο. Έχω κάνει και με άλλους αξιόλογους συναδέλφους συνεργασίες, αλλά ζητώ πολλές – πολλές συγγνώμες, που δεν τις θυμάμαι όλες .

Ξεκίνησες λοιπόν να ερμηνεύεις λαϊκά τραγούδια εξίσου καλά με τα νησιώτικα, στα οποία  στράφηκες αργότερα. Είχες την τύχη να γεννηθείς και να γαλουχηθείς από μια μουσική οικογένεια και από ένα πατέρα εξαίρετο δάσκαλο για σένα. Πιστεύεις ,ότι ήσουν tabula rasa, ο άγραφος δηλαδή πίνακας, που οι επιρροές σου σκιαγράφησαν επάνω του την καλλιτεχνική σου υπόσταση; Το περιβάλλον σου ήταν τελικά αυτό, που σου έδωσε τη μουσική σου ταυτότητα;

Ναι, βεβαίως η οικογένειά μου με γαλούχησε με νησιώτικους σκοπούς και ρυθμούς αρχής γενομένης από τον πατέρα μου και τη μάνα μου, τότε που ήμουνα πολύ μικρός και την αδερφή μου την Αγγελική στο χωριό μου τον Κυνίδαρο. Ήμουνα όμως από τότε ανήσυχο πνεύμα, μουσικά εννοώ και ό,τι καινούργιο τραγούδι, όχι νησιώτικο, ερχόταν στο νησί σε δισκάκι σαρανταπεντάρι ή το άκουγα στο ραδιόφωνο, το μάθαινα αμέσως και στη συνέχεια το μάθαινα και στον πατέρα μου. Αυτά ήταν τα τραγούδια, που το 1994 ηχογραφήσαμε με τον Μανώλη Μπαρπεράκη με τίτλο «Αυτά που λέγαμε τότε».

Αν δεν είχες αυτά τα μουσικά ερεθίσματα και δεν προερχόσουν από τους Κονιτόπουλους, αν οι γονείς σου δηλαδή δεν είχαν καμία σχέση με τη μουσική, ήταν για παράδειγμα δημόσιοι υπάλληλοι, πιστεύεις, ότι θα ακολουθούσες το ίδιο επάγγελμα κι αν ναι, θεωρείς, ότι θα έκανες την ίδια καριέρα;

Η ερώτηση αυτή είναι αρκετά θεωρητική. Άσχετα από ποιους γονείς θα ερχόμουν στον κόσμο και θα ενσαρκωνόμουνα εάν είχα το dna, ή αν είχα το ταλέντο, που το έχω πιστεύω, πάλι μουσικός θα γινόμουν. Έτσι έχουν τα πράγματα, αν έχεις ένα οποιοδήποτε ταλέντο θα σε σπρώξει να το αξιοποιήσεις. Παραδείγματος χάρη οι γονείς του Γιάννη Πάριου δεν ήταν μουσικοί, η μάνα του τραγουδούσε λίγο, ίσως και ο πατέρας του, αλλά έτσι κι αλλιώς όλοι οι νησιώτες τραγουδάνε. Ο Γιάννης λοιπόν νομίζω, έχει σπουδάσει στο πολυτεχνείο χημικός, κάτι τέτοιο δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά στο τέλος έγινε ο τραγουδιστής και ο καλλιτέχνης, που γνωρίζουμε και αγαπούμε, χωρίς να είναι οι γονείς του καλλιτέχνες. Τώρα, τι καριέρα θα έκανα; Τι να σου πω, είναι θεωρητική η ερώτηση, άρα θεωρητική και η απάντηση, ίσως να έκανα την ίδια ίσως μεγαλύτερη ίσως μικρότερη.

Είσαι ο καλλιτέχνης, που έφερε την παραδοσιακή μουσική στα νεολαίικα στέκια με το δίσκο “μέσα από το μαγαζί “το 1990. Σήμερα οι νέοι εξακολουθούν και διασκεδάζουν με τα νησιώτικα τραγούδια;

Ναι το πιστεύω αυτό, που αναφέρεις. Δηλαδή με το δίσκο « Μέσα από το μαγαζί»έφερα όλη τη νεολαία από 25 και κάτω, στον ήχο και τον ρυθμό του νησιώτικου τραγουδιού. Από τότε οι νέοι μας, ακούνε και διασκεδάζουν με νησιώτικα τραγούδια στα δικά τους τα στέκια τα Ελληνάδικα όπως τα είπανε. Θέλω να καταθέσω εδώ, ότι το πρώτο τμήμα του κύκλου, που λέγεται « Νησιώτικα τραγούδια – Ναξιώτικα – Κονιτοπουλαίϊκα», ξεκίνησε από τον δημιουργό, αγωνιστή και πεισματάρη, με την καλή έννοια το λέω, Γιώργο Κονιτόπουλο, τον μεγάλο αδερφό μου, όπου νεαρός τότε και αφού απολύθηκε από φαντάρος το 1955 άρχισε να εργάζεται και να επεξεργάζεται τα τότε συμβάντα γύρω από την δισκογραφία. Πολύ γρήγορα πήρε το δρόμο, που ήδη είχαν χαράξει κάποιοι άλλοι παραδοσιακοί οργανοπαίχτες απ’ όλη την Ελλάδα. Βρίσκοντας την πόρτα ανοιχτή στο ραδιόφωνο, όπου ο θείος μας Δημήτρης Φυρογένης είχε ένα πόστο στο ραδιόφωνο κι έπαιζε λαούτο στην εκπομπή του Νίκου Σφυρόερα «Ταξίδια στα νησιά μας» ( Νάξιος κι αυτός από την Απείρανθο ), η οποία εκπομπή έβαζε μόνο νησιώτικα τραγούδια και έφερνε από τα νησιά γι’ αυτόν το σκοπό τραγουδιστές και τραγουδίστριες ως επί το πλείστον. Εκεί λοιπόν είχε «το στασίδι του» ο θείος ο Δημήτρης, αδελφός της μάνας μου και αρχικά πήρε την αδερφή μου την Ειρήνη για τραγούδι και τον πατέρα μου τον Μιχάλη Κονιτόπουλο για βιολί. Δεν συνόδευαν όμως μόνο την Ειρήνη, αλλά όποιον έφερνε η εκπομπή να τραγουδήσει και δεν είχε δικούς του μουσικούς, π.χ την Άννα Καραμπεσίνη και την Έφη Σαρρή την αδερφή της, από τα Δωδεκάνησα. Ο πατέρας μου όμως έμενε στη Νάξο και έπρεπε να ανεβαίνει στην Αθήνα κάθε φορά, για να παίξει στο ραδιόφωνο, πράγμα όχι και τόσο εύκολο ειδικά εκείνη την εποχή. Βρήκε λοιπόν την «ευκαιρία» ο Γιώργος και τον αντικατέστησε.  Στο ραδιόφωνο όμως και ιδιαίτερα στην εκπομπή του Σίμωνα Καρρά ερχόταν παραδοσιακοί οργανοπαίκτες και τραγουδιστές απ’ όλη την Χώρα φέρνοντας μαζί τους τα τραγούδια του τόπου τους. Στην συνέχεια ενδιαφέρθηκαν οι δισκογραφικές εταιρείες για την ηχογράφηση και έκδοση αυτών των παραδοσιακών τραγουδιών και απευθύνθηκαν σ’ αυτούς, που άκουγαν από το ραδιόφωνο. Το ίδιο έγινε και με τα δικά μας τραγούδια. Τότε ήταν, που δούλεψε και έτρεξε πολύ ο Γιώργος και γράφοντας παράλληλα και δικά του τραγούδια, έκανε μαζί με την Ειρήνη βέβαια, που « κελάϊδησε» όλα αυτά, γνωστά και αγαπημένα σε όλους τους νησιώτες και όχι μόνο. Έτσι ολοκληρώθηκε το πρώτο τμήμα του κύκλου. Στο χρονικό διάστημα, δηλαδή από το 1958 έως το 1970 έγραψε τραγούδια και έβαλε στην δισκογραφία ο Γιώργος όλα τα αδέρφια του, τον Κώστα το 1962 – 3 την Αγγελική κι εμένα το 1968 και την Ελένη το 1969. Στη συνέχεια το δεύτερο τμήμα του κύκλου, όπου ήρθαν κοντά μας όλοι οι Έλληνες από 25 και πάνω, ήταν «τα νησιώτικα» με τον Γιάννη Πάριο το 1981. Ο δίσκος, πάντα κατά την άποψή μου, που πλέον χόρεψαν νησιώτικους ρυθμούς όλες οι ηλικίες απ’ άκρη της Χώρας ήταν ο δικός μου, που έγινε το 1989- 90 «Μέσα από το μαγαζί». Εκεί ολοκληρώθηκε ο κύκλος. Η χαρά μου βέβαια και η χαρά μας είναι μεγάλη ( εννοώ της οικογένειας), διότι δεν γίνεται πλέον κανένα γλέντι με τραγούδια και χορό χωρίς νησιώτικα, είτε αυτό είναι στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θράκη στην Κρήτη στην Κύπρο παντού. Στα δε στέκια των νέων, εξακολουθούν να ακούγονται και να χορεύονται τα νησιώτικα, κι έτσι για παράδειγμα σας λέω για τον Ικαριώτικο, δηλαδή το « Η αγάπη μου στην Ικαριά», που έγραψε ο Γιώργος το 1973 και τραγούδησε ο ίδιος. Τον χορεύει όλη η Ελλάδα και εντός και εκτός της Χώρας. Το έζησα έντονα φέτος, που είχα πάει την πρωτοχρονιά στο Βέλγιο και τραγούδησα. Όλοι οι θαμώνες την ώρα που βάλαμε το « Η αγάπη μου στην Ικαριά» σηκώθηκαν στην πίστα και ας μην ήταν κανένας τους Ικαριώτης.

Το νησιώτικο τραγούδι υποστηρίζεται από τα μέσα ενημέρωσης; Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο θεωρείς, ότι καλλιεργεί τα παραδοσιακά ακούσματα δίνοντας βήμα και στο νησιώτικο τραγούδι;

Το νησιώτικο και γενικά το παραδοσιακό τραγούδι, δεν υποστηρίζεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ραδιόφωνα τηλεοράσεις και λοιπά. Άντε ένα 3 % ασχολείται με αυτό. Μάλλον ενοχλεί τους παγκοσμιοποιητές στα σχέδια τους. Δεν ξεχνάω τις επιταγές του Κίσινγκερ, πού λένε, ότι για να μας υποτάξουν, πρέπει να μας χτυπήσουν στις ρίζες μας, στην γλώσσα, στην θρησκεία και πάει λέγοντας. Κι αφού λοιπόν όλοι οι έχοντες και κατέχοντες, που ακολουθούν πιστά τις εντολές και συνεργάζονται μαζί τους, πως θέλεις να υποστηρίξουν το παραδοσιακό μας τραγούδι, που φυλάει Θερμοπύλες και αντιστέκεται; Βγες μια βόλτα στην πόλη και παρατήρησε. Όλες οι ταμπέλες είναι γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες και λέξεις. Απίστευτο ! Γιατί λέει, το ξενικό πουλάει! Την τύφλα σας ηλίθιοι! Σας πλασάρανε την μόδα και την ξενομανία και έχετε πέσει με τα μούτρα. Πρέπει να είσαστε IN τρομάρα σας ! Αλλά, αν φύγουμε από τη μεγαλούπολη και πάμε στα νησιά, εκεί να δεις! Μπαίνεις στα μαγαζιά και αντί να ακούσεις, ας πούμε στη Νάξο, την μουσική του νησιού μας, ακούς αυτά τα περίεργα, που ο θεός να τα πει τραγούδια. Αυτά της μουσικής βιομηχανίας. Εγώ από το νησί μου έχω την απαίτηση να σέβεται τη μουσική του, τη δική του μουσική, που δεν την ακούς πουθενά. Πρέπει να πας σε πανηγύρι να την ακούσεις; Γιατί; οι τουρίστες έρχονται να απολαύσουν τον ήλιο, το φαγητό, το μπάνιο,την θάλασσα μας τις ακρογιαλιές μας, γιατί τους στερούμε τη μουσική; γιατί την αφήνουμε απέξω; Εγώ, όταν θα πάω σε έναν ξένο τόπο, ψάχνω να βρω κάτι τοπικό να ακούσω το ίδιο κάνουν και οι τουρίστες το θέλουν το τοπικό, απλά δεν τους το δίνουμε, γιατί είμαστε κομπλεξικοί και παράγουμε συνέχεια ανθελληνισμό! Μας έχουν κάνει να ντρεπόμαστε, που είμαστε Έλληνες, από δικές του ντροπές και σκάνδαλα, διότι αυτές είναι οι εντολές, που έντεχνα περάσανε. Εγώ όμως κύριοι δεν ντρέπομαι ούτε για την καταγωγή μου, ούτε για την πατρίδα μου. Είμαι υπερήφανος, που γεννήθηκα Έλληνας κι έχω ταχθεί στο να το  υπηρετώ κι αυτό θα συνεχίσω να κάνω.

Ανήκεις στην έβδομη μουσική γενιά των Κονιτόπουλων και στην εποχή της τεχνολογίας, που σου έδωσε την ευκαιρία μέσω της δισκογραφίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης να γνωστοποιήσεις το έργο σου και να το κληροδοτήσεις και στις επόμενες γενιές. Η επόμενη γενιά, πιστεύεις, θα έχει περισσότερες ευκαιρίες από τη δική σου;

Ναι ανήκω στην έβδομη γενιά της οικογένειας μου αρχίζοντας από το 1770 – 72, όπου ήρθε ο πρώτος ο Γιώργης ο Κονιτόπουλος από την Κρήτη μετά την αποτυχία και την καταστολή της επανάστασης του Δασκαλογιάννη. Το όνομα του στην Κρήτη ήταν Γιώργης Προκοπάκης, αλλά το άλλαξε, για να χαθούν τα ίχνη του. Ναι, η τεχνολογία όντως με βοήθησε και εμένα και όλους της γενιάς μου και της προηγούμενης γενιάς και της ακόμα πιο πίσω γενιάς, μα το παράκανε. Εγώ στον εγγονό μου ή στην εγγονή μου θα έχω να δείξω ένα δίσκο μου ή ένα δίσκο ενός άλλου συναδέλφου και να τους πω, να αυτός είναι ο δίσκος, που έγραψα τότε ή που έγραψε ο Καζαντζίδης, ο Γιώργος Νταλάρας η Χαρούλα ή ο Παπασιδέρης, να, πιάσ’ τον, δες τον, ψηλάφισε τον, βάλτον στο πικάπ να τον ακούσεις! Τα εγγόνια μου τι θα έχουν να πουν στα δικά τους, μπες στο διαδίκτυο και ψάξε να βρεις τα τραγούδια μας; Μήπως το παράκανε η τεχνολογία και ξέφυγε εντελώς; οι επόμενες γενιές μάλλον δεν θα έχουν τις ευκαιρίες σε αυτόν τον τομέα, που είχαμε εμείς.

Από τη στιγμή, που σήμερα υπάρχει το διαδίκτυο και κάποιος νέος ή παλιός καλλιτέχνης μπορεί να ανεβάσει τραγούδια του στο Youtube έχει λιγότερο,πιστεύεις, ανάγκη μια δισκογραφική εταιρεία για την προώθηση του έργου του;

Η ανάγκη της δισκογραφικής εταιρίας νομίζω ,πως θα έπρεπε να υπάρχει και σήμερα, να υπάρχουν οι δισκογραφικές, αλλά να υπάρχει και ο τρόπος έκδοσης των τραγουδιών, όπως ήταν παλιά. Βεβαίως εμπορικές εταιρείες ήταν, έβγαζαν χρήματα από τη δουλειά μας δεν λέω, άλλα παράλληλα αυτές ήταν, που μας επικοινωνούσαν με τον κόσμο και κάτι ακόμα, τότε επειδή ο παραγωγός της εταιρείας επέλεγε τα τραγούδια, αλλά και τους καλλιτέχνες, υπήρχε το «ακούω». Δηλαδή η επιλογή των καλλιτεχνών γινόταν με το αυτί και όχι με το μάτι. Γι’ αυτό και ενώ παλαιότερα οι μερακλήδες λέγανε, πάμε ν’ ακούσουμε ένα τραγουδάκι ή μια πενιά ή μια δοξαριά, τώρα λένε, πάμε να δούμε τον ή την τάδε να περάσει η ώρα. Νομίζω, πως ήταν καλύτερα τότε και ας υπήρχαν οι εταιρείες, που τέλος πάντων έβγαζαν χρήματα, ίσως πολλές φορές περισσότερα απ’ όσο θα έπρεπε απ’ τη δική μας δουλειά. Τώρα τι κάνουμε; όποιος να ναι γράφει ένα τραγούδι και έχει την ευχέρεια στο στούντιο να κάνει πάρα πολλές διορθώσεις, είτε αυτές αφορούν τα μουσικά όργανα, είτε τη φωνή, φωτογραφίζεται και σαν μοντέλο, το βγάζει στο διαδίκτυο και σε εξαπατάει, γιατί υπάρχουνε οι πραγματικοί καλλιτέχνες, αλλά υπάρχουν και αυτοί, που είναι ό,τι δηλώσουν, υπάρχουν τα ψώνια τα λεγόμενα, τα οποία μπορούν να σε εξαπατήσουν, μέχρι να έρθεις σε επαφή μαζί τους και να πάρεις χαμπάρι τι γίνεται. Μέχρι τότε όμως θα περάσει ένα χρονικό διάστημα, που θα έχουν καταφέρει να αρπάξουν το χαρτζιλίκι ιδιαίτερα των παιδιών που πέφτουν ευκολότερα στην παγίδα.

Μέσα στο στούντιο παράγεις τέχνη μοναχικά, χωρίς να έχεις τον παλμό και τη συμμετοχή του κοινού της σκηνής. Πόσο δύσκολο είναι να επιτύχεις με τη μία το επιθυμητό αποτέλεσμα χωρίς να χρειαστεί να επιστρέψεις για να κάνεις διορθώσεις;

Πραγματικά το στούντιο είναι κάτι ψυχρό, ιδιαίτερα το σημερινό στούντιο. Παλαιότερα ηχογραφούσε όλη η ορχήστρα μαζί.Τα στούντιος είχαν μεγάλους χώρους κι εμείς οι μουσικοί είχαμε. Επίσης το κουβεντιάζαμε το τραγούδι, το ψαχουλεύαμε, το μαθαίναμε, το κάναμε δικό μας και στην συνέχεια το ηχογραφούσαμε. Αν γινόταν λάθος από κάποιον μουσικό, το ξαναγράφαμε όλοι από την αρχή . Ήταν μια ιεροτελεστία ,ένα μεράκι, μια συνολική δημιουργία. Δύο με τρία στούντιος υπήρχαν στην Αθήνα . Της Κολούμπια στον Περισσό, του Σίφη Σιγανού στην Πατησίων και Σκαραμαγκά 3 και άλλο ένα στην Σταδίου 10 απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Τις τρείς αίθουσες των στούντιος, που υπήρχαν στην Κολούμπια, εκεί δηλαδή, που γράφτηκε το 80% της ελληνικής δισκογραφίας, δυστυχώς τις γκρέμισε ο ιδιοκτήτης τους, αντί να κάνει ένα μουσείο. Τέλος πάντων, εγώ πλέον έχω μεγάλη εμπειρία κι έχω καταφέρει κλείνοντας τα μάτια να βρίσκομαι σε χώρους, που υπάρχει κοινό και τραγουδάω σαν να είμαι απέναντι του. Αυτό το απέκτησα σιγά σιγά, διότι το στούντιο είναι ένα ψυχρό πράγμα, γι’ αυτό αρκετοί συνάδελφοι πίνουν κανένα ποτάκι, πριν γράψουν, έτσι για να ξεπεράσουν την μοναξιά του χώρου. Διορθώσεις συνήθως δεν κάνω. Μια φορά λέω το τραγούδι, που ίσως είναι η καλύτερη, άντε και μια δεύτερη, για νάχουμε να επιλέξουμε. Κάποιοι φίλοι ηχολήπτες μου λένε είσαι ασύμφορος, γιατί το στούντιο συνήθως χρεώνεται με την ώρα, οπότε όταν τελειώνω γρήγορα γίνομαι ασύμφορος.

Κατά τη γνώμη σου η γενικότερη οικονομική κρίση έχει επηρρεάσει τη μουσική; Διασκεδάζει ο κόσμος λιγότερο; Έχουν μειωθεί οι αποδοχές των καλλιτεχνών εν συγκρίσει με παλαιότερες εποχές; Λές κάθε πέρισυ και καλύτερα ή αισιοδοξείς για το μέλλον των μουσικών πραγμάτων και γενικότερα των νέων; Μετανάστες πάλι;

Οπωσδήποτε η κρίση έχει επηρεάσει και τη μουσική και τη διασκέδαση και τα πάντα. Όμως τούτα δω τα Χριστούγεννα, τις γιορτές όλες που περάσαμε, είδα μια έξαρση των Ελλήνων για διασκέδαση. Θυμήθηκα ένα τραγουδάκι, που λέμε στα νησιά. « Τα βάσανά μου τραγουδώ τον πόνο μου γλεντίζω, κι όπως τον έβρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω». Δηλαδή ρε παιδί μου ο κόσμος αντέδρασε. Πέρσι τις γιορτές, την Πρωτοχρονιά συγκεκριμένα, μας έκλεισαν μέσα τελευταία στιγμή, δεν κάναμε Πρωτοχρονιά διασκεδάζοντας, μας κλείσανε μέσα και έφαγαν όλο το ανάθεμα από όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα από τους επαγγελματίες της εστίασης, που τους κατάστρεψαν τελείως. Εφέτος λοιπόν έβγαλαν το άχτι τους. Βγήκαν και διασκέδασαν με την ψυχή τους. Όλα τα μαγαζιά ήταν γεμάτα! Και χαίρομαι ιδιαίτερα, διότι ο Έλληνας χωρίς τραγούδι και χορό δεν μπορεί να ζήσει, είναι μέρος της ζωής του, είναι μέρος της υγείας του, είναι μέρος της ελευθερίας του. Τώρα για τους μετανάστες, που με ρωτάς, δεν ξέρω, αν αναφέρεσαι σε ένα τραγούδι, που έγραψα εδώ και 4 – 5 χρόνια με τίτλο «Μετανάστες ξανά», αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.Ανάγκασαν τα παιδιά να φύγουν, γιατί και αυτό είναι μέρος του σχεδίου τους, που αφορά την τελική καταστροφή και τον αφανισμό της φυλής μας. Αυτά, που έχουν σχεδιάσει και προσπαθούν να υλοποιήσουν και η αλήθεια είναι, ότι σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό το έχουν καταφέρει και συνεχίζουν, όπως με την υπογεννητικότητα, την αναγκαστική εξορία των παιδιών μας, (άκουσα για κάποιες 600.000), την φτωχοποίηση, τον φόβο τον εξαναγκασμό σε εμβόλια, σε μάσκες κλπ είναι μέρος του γενικού σχεδίου. Δηλαδή να φύγουν από τον τόπο μας οι νέοι, που είναι η συνέχεια μας ως έθνος, και οι ηλικιωμένοι, που θα μείνουμε, να μας ξεκάνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο τόπος μας έχει ήδη καταληφθεί από όλους αυτούς, που φρόντισαν επιμελώς οι «κυβερνήτες» μας να έρθουν εδώ και εμείς να εξαφανιστούμε από το χάρτη και να γίνουμε ένας λαός της διασποράς χωρίς πατρίδα. Αυτό είναι το σχέδιο και η επιθυμία τους. Δεν πρόκειται όμως να τα καταφέρουν! δεν τους φοβάμαι ! ο Έλληνας ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του, ο Έλληνας ζει σε αυτό τον πλανήτη χιλιάδες χρόνια και κανείς δεν μπόρεσε να τον αφανίσει, ούτε και αυτοί θα μπορέσουν και η τρίτη προσπάθειά τους, γιατί αυτή είναι η τρίτη προσπάθειά τους, οι δύο προηγούμενες έγιναν τα αρχαία χρόνια. Αλλά και η τρίτη τους προσπάθεια θα αποτύχει, θα αποτύχει οικτρά ,όπως και οι άλλες δύο, ήδη φαίνονται τα δείγματα, ότι αποτυγχάνουν, για όσους βέβαια μπορούν και θέλουν να δουν, οι άλλοι; ε!!τι να τους κάνω, ας πάνε ν’ αγοράσουν γυαλιά μυαλού .

Πώς βλέπεις την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας; Θα σκεφτόσουν να ασχοληθείς με τα κοινά;

Να ασχοληθώ με τα κοινά; Όχι κάτω από αυτή την φιλοσοφία που επικρατεί, όχι και πάλι όχι. Το να ζητήσεις από τον λαό ενός δήμου ή ενός έθνους να σε ψηφίσει και να σου εμπιστευτεί την εκπροσώπησή του, πρέπει να έχεις βαθιά μέσα σου την ηθική και την τιμιότητα, ότι θα επιτελέσεις λειτούργημα, όχι επάγγελμα. Ο εκλεγμένος λειτουργός του λαού είναι υπηρέτης του, δεν είναι αφεντικό του. Αρκετές φορές με πλησίασαν και μου πρότειναν να μπω σε δημαρχιακό συνδυασμό, αλλά αρνήθηκα. Μια φορά μόνο με κατάφεραν κάτω από μεγάλη πίεση κι έβαλα για σύμβουλος με το δήμο Αχαρνών, αλλά ευτυχώς δεν συγκέντρωσα αρκετούς ψήφους κι έτσι αποχώρησα με ψηλά το κεφάλι .

Βαγγέλη έχεις δώσει συναυλίες στην Ελλάδα και ανά τον κόσμο. Πού υπήρξε το πιο ένθερμο ακροατήριο;

Ναι έχω δώσει παραστάσεις και συναυλίες σε Αυστραλία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Καναδά, Ευρώπη. Όπου κι αν έχω τραγουδήσει το κοινό ήταν πάντα ένθερμο και με αποθέωσε με την αγάπη του. Πιστεύω, ότι με όλους τους συναδέλφους καλλιτέχνες το ίδιο κάνουν. Οι Έλληνες και εντός της πατρίδας και εκτός είναι πάντα οι ίδιοι. Θα ξεχωρίσω την πρώτη μου καλλιτεχνική επίσκεψη στον Καναδά, συγκεκριμένα στο Μόντρεαλ και στην ελληνική παροικία του Λαβάλ τον Ιούνιο του 1996. Είχα πάει για τρεις παραστάσεις και έδωσα τελικά τέσσερις. Οι παραστάσεις δόθηκαν στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του αγίου Δημητρίου. Εκεί λοιπόν κάθε μέρα έδινε άδεια στους οργανωτές η αστυνομία μέχρι τι ώρα θα τελειώναμε. Αν παραβιάζαμε έστω και πέντε λεπτά το ωράριο, την άλλη μέρα δεν θα είχαμε άδεια. Είχα γράψει ένα νέο τραγούδι για τους ξενιτεμένους που έλεγε: “Στην ξενιτιά, που βρίσκομαι, όσα και να αποκτήσω, το σπίτι μου το πατρικό δεν θα το λησμονήσω, το σπίτι μου το πατρικό, που έχω χρόνια να το δω” το τραγουδούσα παίζοντας το λαούτο μου μόνος, χωρίς συνοδεία ορχήστρας. Αυτό λοιπόν, που συνέβη, δεν το πίστευα στα μάτια μου, ο κόσμος από κάτω, που ήταν τρεισήμισι έως τέσσερις χιλιάδες ίσως και παραπάνω, άρχισαν να κλαίνε όλοι, μα όλοι!! Αφού συγκινήθηκα τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να ολοκληρώσω, δηλαδή μ’ έπιασε η ψυχή μου, πώς να στο πω. Εν τω μεταξύ μετά από λίγο μου ζήτησαν επίμονα να το ξαναπώ και πάλι τα ίδια. Δεν θα το ξεχάσω, πραγματικά δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Όταν τελείωσε η παράσταση και πήγα στον χώρο, που είχαν διαμορφώσει για καμαρίνια στο υπόγειο της εκκλησίας, ήρθαν και πέσανε πάνω μου και κλαίγανε πάλι και μου λέγανε νά’ξερες Βαγγέλη πόσα χρόνια έχω να δω το σπίτι μου, τη μάνα μου, πόσο μας συγκίνησες μ’ αυτό το τραγούδι κλπ, έζησα μια απίστευτα συγκινησιακή ατμόσφαιρα, που δεν έχω ξαναζήσει.

Έχεις μια φωνή μελωδική, που παραπέμπει στη βυζαντινή και εκκλησιαστική μουσική .Ασχολήθηκες καθόλου με τη ψαλτική τέχνη;

Όταν ήμουν μικρό παιδί στο χωριό μου, αρχικά πήγαινα και βοηθούσα το παππούλη στο ιερό της εκκλησίας, δηλαδή ήμουνα παππαδάκι. Στη συνέχεια με πήρε κοντά της στο ψαλτήρι η κυρία Κατερίνα, η οποία ήταν η επίσημη ψάλτης της εκκλησίας μας «Άγιος Γεώργιος». Κανείς δεν ήξερε το επώνυμό της ειδικά εμείς τα παιδιά, η θεία η Κατερίνα λέγαμε και την αγαπούσαμε πολύ. Η Κατερίνα ήταν η μάνα της Μαρίας Σκουλά της γνωστής τραγουδίστριας νησιώτικων τραγουδιών. Με πήρε λοιπόν δίπλα της και με μάθαινε να ψέλνω. Με αγαπούσε πάρα πολύ και σιγά σιγά, επειδή ντρεπόμουν, άρχισε να με αφήνει μόνο μου, για να ξεθαρρέψω. Λίγο αργότερα, όταν ήμουν δώδεκα ετών, μου έδωσε θάρρος και είπα τον Απόστολο. Από τότε τον έλεγα σχεδόν πάντα. Μου άρεσε πολύ στον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή να ψάλλω μαζί με τις κοπέλες του χωριού τα εγκώμια. Ως επί το πλείστον οι κοπέλες το έκαναν αυτό ,οι κοπέλες συγκεντρωνόταν γύρω από τον Επιτάφιο σε ομάδες με το βιβλιαράκι των εγκωμίων στο χέρι και έψελναν. Σε κάποια λοιπόν από αυτές τις ομάδες έμπαινα κι εγώ. Δεν διδάχτηκα όμως ποτέ βυζαντινή μουσική, αν η φωνή μου περιέχει Βυζάντιο, είναι και αυτό μέσα από τα γαλουχήματα, που πήρα από την οικογένειά μου, την μουσική, που υπηρετώ και από τις ρίζες μου. Φαίνεται , ότι σε όλες μου τις ενσαρκώσεις κάπου εδώ γύρω κυκλοφορούσα .

Τα παιδιά σου Μιχάλης-Φώτιος και Μάριος-Ιωάννης Κονιτόπουλος συνεχίζουν τη μουσική παράδοση της οικογένειάς σου. Ασχολήθηκαν με το χώρο ύστερα από δική σου παρότρυνση; Υπήρξες υποστηρικτικός σε αυτή τους την απόφαση;

Τα παιδιά μου Μιχάλης – Φώτιος και Μάριος Ιωάννης ασχολούνται με την μουσική χωρίς δική μου παρότρυνση, τους οδήγησε και αυτούς το dna τους. Ποτέ δεν τους είπα να ακολουθήσετε ή να μην ακολουθήσετε την μουσική. Ήξερα από τότε, που ήταν σε μικρή ηλικία, ότι την μουσική θα αγαπήσουν και θα ακολουθήσουν. Εξ άλλου είχα ολοζώντανο παράδειγμα τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ήθελε κανένα από τα παιδιά του να γίνει μουσικός ή τραγουδιστής  και κανείς μας, όσο κι αν εκείνος επέμενε, δεν τον άκουσε. Όλοι μας, ακολουθήσαμε το κληροδότημα το δικό του και της μητέρας μας.

Ποια τα επόμενα επαγγελματικά σου σχέδια;

Τα σχέδιά μου για το μέλλον είναι πάντα γύρω από την μουσική. Συνεχίζω να γράφω τραγούδια, τραγουδάω στον κόσμο, χαίρομαι ,που τον διασκεδάζω, χαίρομαι, που περνάει καλά, γιατί πραγματικά περνάει καλά, μου το δείχνουν με τον τρόπο τους και με τα λόγια ικανοποίησης τους. Τα συγχαρητήρια, που μου δίνουν, οι φωτογραφίες, που θέλουν να βγάλουν μαζί μου ,να με αγγίξουν να με χαιρετήσουν κτλ. Αισθάνομαι βέβαια πολύ όμορφα και παίρνω δύναμη να συνεχίζω. Αυτόν τον καιρό βρίσκομαι στο στούντιο και ηχογραφώ καινούργια τραγούδια .Θέλω να γράψω όσα γίνεται περισσότερα, κάτι μου λέει μέσα μου ,κάτι με έχει βάλει σε εγρήγορση και γράφω συνέχεια και δεν γράφω μόνο για μένα, δίνω στα παιδιά μου και στα άλλα παιδιά μου, που δεν είναι βιολογικά, αλλά απ’ αυτά, που ακολουθούν την δική μου μουσική σχολή, με αγαπούν και με θεωρούν δάσκαλό τους.

Αυτή τη στιγμή που εμφανίζεσαι;

Στην κρητική ταβέρνα  “Χοχλιός”,που  βρίσκεται στο Νέο Ηράκλειο Κανάρη 7 κάθε Πέμπτη βράδυ και Κυριακή μεσημέρι, όπου η διασκέδαση

χτυπάει κόκκινο σε νησιώτικους ρυθμούς  κι ευχαριστώ τον κόσμο, που επιλέγει για τη  διασκέδασή του Βαγγέλη  Κονιτόπουλο και την παρέα μου

Βαγγέλη τραγούδησες τον έρωτα. Τί ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες στη ζωή σου;

Τραγουδάω όχι μόνο τον έρωτα, τραγουδάω τη διασκέδαση, τη θάλασσα, τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες, τις χαρές, τις λύπες, τον θάνατο και γενικά ό,τι αγγίζει και αφορά τα συναισθήματα των Ελλήνων με κορύφωση τους νησιώτες ιδιαίτερους πατριώτες μου. Όταν έχασα τον αείμνηστο αδερφό μου τον Γιώργο Κονιτόπουλο, του έγραψα ένα τραγούδι, που ακούγοντάς το, ράγισαν όλες οι νησιώτικες καρδιές. «Κάθε π’ ακούω δοξαριά, μου σταματάει η καρδιά, πως είναι ψέματα θαρρώ, να το πιστέψω δεν μπορώ» Μπορείτε να το βρείτε στο διαδίκτυο. Τώρα ,που έχασα την αδερφή μου την Ειρήνη πριν εννέα μήνες, έγραψα επίσης Ρέκβιεμ δηλαδή επικήδειο, ένα μουσικό κομμάτι συγκλονιστικό. Για πρώτη φορά το τραγούδησα στο θέατρο Πέτρας στις 28 Σεπτεμβρίου, όταν έκανα την παράσταση «Βαγγέλης Κονιτόπουλος και οι εκλεκτοί φίλοι του, 50 χρόνια νησιώτικο τραγούδι», το τραγούδησα εκεί για πρώτη φορά, δεν έχει βγει ακόμα στο διαδίκτυο, θα βγει σε λίγο, ο τίτλος είναι Ρέκβιεμ στη μνήμη της αδερφής μου Ειρήνης Κονιτοπούλου Λεγάκη. Ο έρωτας είναι ο έρωτας ,ένας θεός! δεν γίνεται εμείς τουλάχιστον οι άνθρωποι, να ζήσουμε χωρίς έρωτα. Για μένα ήταν πάντα πολύ σημαντικός στη ζωή μου. Ερωτεύτηκα πολλές φορές, και παντρεύτηκα τρεις, από έρωτα.

Υποψιάζομαι τώρα, ότι θα μου πεις, ότι η σημαντικότερη γυναίκα της ζωής σου είναι η κόρη σου.

Επειδή ο έρωτας έχει πολλά χρώματα, δεν το κρύβω,ότι ο μεγαλύτερος σημερινός μου έρωτας είναι η κόρη μου, η Ειρήνη μου, που είναι επτά ετών, ζωή να έχει και όλα τα παιδιά του κόσμου, και που όλοι μου εύχονται να ζήσω να την καμαρώσω και νυφούλα. Ο Θεός θα το αποφασίσει αυτό. Και ναι, εγώ λοιπόν τις αγάπησα πολύ τις γυναίκες, τις θαύμασα, τρέφω ατελείωτα καλά συναισθήματα για αυτές. Η γυναίκα είναι το ωραιότερο λουλούδι πάνω στον πλανήτη με το ακριβότερο άρωμα, που μπορεί να κρυφτεί στα πέταλα ενός λουλουδιού. Είναι το πλάσμα, που ομορφαίνει τη ζωή μας, είναι το Θείο δώρο προς τον άντρα, είναι και μάνα και γυναίκα και ερωμένη και σύζυγος, είναι το καλό το Α. «ΕΥ- Α» (Για όσους ξέρουν). Η γυναίκα παίζει πάρα πολλούς ρόλους στην ζωή και την ζωή μας και πρέπει να την τιμούμε να την σεβόμαστε και να την αγαπούμε.

 θα ήθελες η κόρη σου να ακολουθήσει μουσικές σπουδές; Τη φαντάζεσαι σαν συνεχίστρια του έργου σου;

Εάν η κόρη μου αποφασίσει και αυτή να ακολουθήσει τα χνάρια μου, θα το κάνει μόνο επειδή θα έχει ταλέντο. Το ταλέντο σε σπρώχνει σε αυτό το δρόμο, δεν σε σπρώχνει καμία υποχρέωση ούτε κανένας οικογενειακός κανόνας, δεν είμαστε πολιτικοί, μουσικοί είμαστε και ακολουθούμε θεϊκές εντολές. Αν έχεις το ταλέντο, πας μόνος σου είτε ο πατέρας σου είναι μουσικός, είτε δεν είναι. Τώρα, αν θα το χαιρόμουνα να ακολουθήσει τη μουσική, μα και βέβαια θα το χαιρόμουνα μιας και δεν υπάρχει μεγαλύτερη θεά από τη μουσική και είναι μια θεά, που ,όταν την αγαπήσεις και της δοθείς, δεν θα σε προδώσει ποτέ, δεν θα σε αφήσει ποτέ η μουσική, εσύ μπορεί να την αφήσεις εκείνη όχι και δεν υπάρχει πλανήτης, δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει τίποτα χωρίς μουσική. Ακόμα και οι μηχανές παράγουν μουσική και ρυθμό. Μεγάλη δε εντύπωση μου έκανε, όταν η κόρη μου ήταν εννέα μηνών περίπου και η μητέρα της έβαλε σε λειτουργία ένα μίξερ, για να της φτιάξει φρουτόκρεμα, εκείνη άρχισε να κουνιέται στο ρυθμό, που έβγαζε ο θόρυβος του μίξερ και εκεί έπαθα την πλάκα μου. Να είσαστε όλοι πάντα καλά, ελπίζω να μη σας κούρασα με την πολυλογία μου, πολλά φιλιά.

 Βαγγέλη Κονιτόπουλε τιμή μας, που ήσουν σήμερα στη συντροφιά μας, ήταν πραγματική απόλαυση η κουβέντα μαζί σου, υποκλινόμαστε στην κατάθεση της αλήθειας σου και σου ευχόμαστε να είσαι πάντα καλά, υγιής και δημιουργικός, γιατί έχεις πολλά ακόμα να δώσεις σε αυτή τη ” θεά “, που λέγεται μουσική, αλλά και στο κοινό σου, που πάντα περιμένει τις επόμενες επιτυχίες σου.

Μαζί μας ο πρεσβευτής της νησιώτικων τραγουδιών, που χάραξε με το έργο του μισό αιώνα

μουσικής, σήμερα μας ταξίδεψε με τη μαγική φωνή του και φύσηξε στη ψυχή μας έναν αέρα

Αιγαίου.