25 Απριλίου, 2024

Θέμης Ανδρεάδης, ο πολύπλευρος διαχρονικός Έλληνας καλλιτέχνης. Αποκλειστική συνέντευξη

Θέμης Ανδρεάδης,

ο πολύπλευρος διαχρονικός Έλληνας καλλιτέχνης.

Αποκλειστική συνέντευξη στην OneNews.gr

ΑΝΝΑ ΤΡΙΤΣΑΡΩΛΗ

30/3/23

Η θεά Θέμις με τις μαντικές της ικανότητες προφήτευσε και το ένδοξο μουσικό μέλλον του μελαχρινού μακρυμάλλη μουσάτου νεαρού με τα παντελόνια καμπάνα και τα στενά μοδάτα  πουκάμισα εκεί κάπου στην Καλλιθέα Αθηνών, που ως σύγχρονος Αρχαίος Έλληνας  ξεκίνησε γύρω στο ’65  τις κλασικές σπουδές και τη μουσική του εκπαίδευση με δάσκαλο το Νότη Μαυρουδή ,που του παρέδιδε μαθήματα κλασικής κιθάρας. Το όνομα αυτού Θεμιστοκλής και ήταν δίκαιο το κλέος, η δόξα και η φήμη του και καρμικό το υποκοριστικό του όνομα Θέμης, που του έδωσαν οι μοίρες ,όταν τον έραναν με αστερόσκονη κι ευχές να γίνει ίνδαλμα και ο μεγάλος καλλιτέχνης Θέμης Ανδρεάδης, που βαδίζει εδώ και μισό αιώνα σε δρόμους στρωμένους δάφνες και είναι σήμερα μαζί μας. Ευχαριστούμε θερμά Θέμη, που αποδέχτηκες την πρόσκληση και είσαι σήμερα ο επίτιμος καλεσμένος της onenews.gr.

Ευχαριστώ κι εγώ.

Μαθήτευσες δίπλα στον αείμνηστο, πρόσφατα αδικοχαμένο  Νότη Μαυρουδή, που με μαθήματα κλασικής κιθάρας σε μύησε στο μουσικό κόσμο. Θα ήθελα να μου πεις, πως προέκυψε η αγάπη σου για τη μουσική, είχες κάποια ερεθίσματα, σε ενθάρρυνε η οικογένειά σου, υπήρξε υποστηρικτική στα όνειρά σου;

Να τα πάρουμε από την αρχή. Εγώ γεννήθηκα  και μεγάλωσα στην Καλλιθέα στις 31 Δεκεμβρίου του 1949, την τελευταία μέρα μιας πολύ ταραγμένης δεκαετίας και μεγάλωσα μέσα στη δεκαετία του ’50 σε μια φτωχογειτονιά της τότε προσφυγούπολης Καλλιθέας.Τα μουσικά μου ακούσματα ήταν βασικά από την υπέροχη φωνή της μητέρας μου, που από την κοιλιά της ακόμα άκουγα γλυκύτατα να τραγουδά. Λοιπόν αυτό με ώθησε να έχω μια τάση, μια ροπή σε αυτό ,που λέμε καλλιτεχνία, στο τραγούδι. Θυμάμαι, όταν ήμουν πιτσιρικάς και πηγαίναμε μονοήμερες εκδρομές με τα πούλμαν, όπως στο Τολό Κορινθίας, μέσα από το  μικρόφωνο του εισπράκτορα, που έλεγε παράδειγμα Τζιτζιφιές θα κατέβει κανείς, με έβαζαν να τραγουδήσω κι έπαιρνα μεγάλη επιβράβευση, με χειροκροτούσαν και τα λοιπά. Αργότερα άρχισα να πηγαίνω στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Καλλιθέα, για να ψέλνω κι έψελνα πάρα πολύ ωραία κι  ο κυρ Φώτης, ο δεξιός ψάλτης του Αγίου Νικολάου, ήθελε να  με κάνει ψάλτη. Εγώ όμως κάθισα  για λίγο καιρό εκεί και άρχισα σιγά –σιγά να ασχολούμαι μόνος μου και παρακάλεσα τη μητέρα μου να μου πάρει μια κιθάρα κι άρχισα να τη γρατζουνάω. Η αδερφή μου, που ήταν τότε δεκαπέντε ετών περίπου ,ήταν συμμαθήτρια στο γυμνάσιο με τον αείμνηστο  Νότη Μαυρουδή, ο οποίος έμενε τότε στην Καλλιθέα. Του λέει λοιπόν η αδερφή μου, έχω έναν αδερφό, ο οποίος  γρατζουνάει την κιθάρα και με έχει τρελάνει, μήπως εσύ μπορείς να του μάθεις κιθάρα και της λέει, για φέρτονε. Τότε ήμουνα δεκαπέντε χρόνων εγώ και εικοσιένα ο Νότης, είχαμε έξι χρόνια διαφορά και δέχτηκε να είμαι ο πρώτος του μαθητής. Έτσι ,έγινα ο πρώτος μαθητής του Νότη Μαυρουδή κι αυτός όντας πολύ καλός κιθαριστής είχε τη διδασκαλική εμπειρία κι όπως έλεγε κι ο ίδιος ήμουν το πρώτο του πειραματόζωο, αλλά μου άνοιξε μεγάλους δρόμους .

Τα μουσικά σου ακούσματα ποια ήταν τότε;

Τα μουσικά μου ακούσματα ,που ήταν τότε από το ραδιόφωνο της γειτονιάς, όπου ένας έβαζε ραδιόφωνο κι ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά, ήταν στην καλύτερη περίπτωση Στέλιος Καζαντζίδης, τέτοια λαϊκά τραγούδια, ρεμπέτικα, καντάδες, ελαφρά, όλα τα τραγούδια, που ακούγονταν τη δεκαετία του ’50.Με το Νότη μπήκα ξαφνικά μέσα στους δαιδαλώδεις δρόμους της κλασικής μουσικής και του μπαρόκ και μέσα σε έξι μήνες έπαιζα Μπαχ, ήμουνα πάρα πολύ καλός, διάβαζα δέκα-δώδεκα ώρες την ημέρα, είχα τρομερή τάση και μεγάλη αγάπη για αυτό το όργανο. Ο Νότης ,θυμάμαι, με είχε πάει στο δάσκαλό του, τον Δημήτρη Φάμπα, για να δει την πρόοδό μου και είχε μείνει έκπληκτος ο Δημήτρης Φάμπας, που μέσα σε έξι μήνες είχα μάθει και έπαιζα τόσο καλή κιθάρα.

Εξαιρετική επιλογή για τη μουσική σου εκπαίδευση ο Νότης Μαυρουδής και μεταδοτικός δάσκαλος. Αυτή η σχέση δασκάλου-μαθητή εξελίχθηκε μήπως και σε φιλία;

Όσον αφορά τη σχέση μου με το Νότη, την κράτησα μέχρι και που έφυγε. Κρατήσαμε μια αγαπησιάρικη σχέση με μεγάλη εκτίμηση ο ένας για τον άλλο. Ο Νότης ήταν ο άνθρωπος, που μου άνοιξε το δρόμο.

Ολοκληρώνοντας τον κύκλο αυτών των μαθημάτων συνέχισες, για να πάρεις κάποιο διπλωματικό, πτυχιακό τίτλο;

Ο Νότης δεν ήταν ωδείο, ήταν απλώς ο αγαπημένος μου δάσκαλος, που μου έκανε μαθήματα, επειδή ήμουν ένα παιδί, το οποίο δεν μπορούσε κιόλας, αλλά με το ζόρι πλήρωνε. Σκεφτείτε, για να μπορέσω να αγοράσω την καλή κλασική μου κιθάρα, που μου είπε ο Νότης και την έχω ακόμα, δούλευα τέσσερις μήνες εργατάκι σε ένα υφαντουργείο. 

Υπήρχε λοιπόν οικονομική στενότητα. Ο Γιώργος Οικονομίδης εκείνη την εποχή είχε μια ραδιοφωνική εκπομπή τα «Χαρούμενα ταλέντα», κάτι σαν τα σημερινά τηλεοπτικά Talent Shows, όπου και αποφασίζεις να πας;

Δεν αποφάσισα εγώ, εδώ πάλι η αδερφή μου με πήγε. Προηγουμένως σου είπα, ότι άρχισα να γράφω τραγούδια.  Τί έκανα όμως; επειδή δεν είχα στιχουργούς να συνεργαστώ και επειδή δεν μου άρεσαν οι στίχοι, που έγραφα εγώ ή ο ίδιος, άντλησα από τις «Ανθολογίες» ποιημάτων και μελοποιούσα ποιητές. Κάποια στιγμή μελοποίησα ένα ποίημα του ποιητή Γεράσιμου Μαρκορά, που λεγόταν «Δυο», το οποίο άκουσε η αδερφή μου και μου λέει έλα εδώ βρε, θα σε πάω στα ταλέντα του Οικονομίδη κι έτσι κι έγινε. Εκεί πήρα διθυραμβικές κριτικές και ήταν και το έναυσμα να αρχίσω να τραγουδάω δημόσια.

Νέο κύμα ,μπαλάντες και μπουάτ ,όπου εγκλιματίζεσαι σε αυτό το κλίμα και αρχίζεις να ερμηνεύεις τραγούδια γνωστών συνθετών, μελοποιημένα από εσένα ποιήματα από τις «Ανθολογίες» ,όπως και στίχους δικούς σου και φίλων σου. Κάνεις λοιπόν ένα δυναμικό επαγγελματικό ξεκίνημα και αφήνεις έντονο το ίχνος σου.

Από τον καιρό, που άρχισα να παίζω κιθάρα, άρχισα ταυτόχρονα να τραγουδάω στις μπουάτ και να γράφω και τραγούδια, που πάει να πει ,ότι εντός εισαγωγικών παράτησα τις σπουδές της κλασικής κιθάρας και με κέρδισε το τραγούδι, όπου και άρχισα να γράφω τραγούδια. Εκείνη την εποχή άρχισαν να ξεφυτρώνουν πολλές μπουάτ στην Πλάκα. Όσο ήταν ο Νότης, που ήταν και  πρωτεργάτης του «Νέου κύματος», όπως ξέρουμε, πήγαινα και τους άκουγα. Από τη στιγμή όμως που βγήκα στα «Χαρούμενα ταλέντα» του Οικονομίδη, ένας επιχειρηματίας ονόματι Νίκος Καζής, που ήταν και ηθοποιός του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου, ένας ζεν πρεμιέ, με άκουσε και επειδή είπα εκεί στην εκπομπή, ότι είμαι ο μαθητής του Νότη Μαυρουδή, πήρε τηλέφωνο το Νότη Μαυρουδή και του είπε, ότι θέλει να με προσλάβει σε μια μπουάτ, που άνοιγε εκείνη την εποχή, το 1966 νομίζω ήταν, η οποία τώρα δεν υπάρχει, έγινε κατοικία. Η μπουάτ αυτή λεγόταν «Ταβάνια», επειδή είχε κάτι εξαιρετικά ζωγραφισμένα ταβάνια υψίστης αισθητικής. Έρχεται, που λέτε ο Νότης το απόγευμα με ένα  solex μηχανάκι της εποχής και μου λέει, πάρε την κιθάρα σου και πήγαινε γρήγορα εκεί σε αυτό το μέρος, για να μιλήσεις με το Νίκο Καζή. Πήγα και με δέχτηκε με μεγάλη χαρά και μου είπε, μου αρέσεις πάρα πολύ νεαρέ, να έρθεις να τραγουδήσεις εδώ μαζί μου.

Η μπουάτ (boîte  στα γαλλικά ) ήταν το μουσικό κουτί ,που στέγαζε το ποιοτικό  τραγούδι της εποχής και το νέο παρεϊστικο  και οικονομικά προσιτό τρόπο ψυχαγωγίας, που συμβάδιζε  με  το  νέο κύμα (nouvelle vaque), εισαγόμενα και τα δυο εκ Γαλλίας από το Γιάννη Σπανό, που έζησε εκεί.

Ο άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων Γιάννης Σπανός σε πληροφορώ ήταν εκεί  στο πιάνο. Σαν πρώτο όνομα, που λέγαμε, ήταν ο σπουδαστής τότε της σχολής  του Εθνικού θεάτρου Γιώργος Μαρίνος, η μετέπειτα ροκ σταρ Δέσποινα Γλέζου  και η χορογράφος μετέπειτα ,που τότε τραγουδούσε Σοφία Σπυράτου και ήμουν κι εγώ εκεί.

Ανάμεσα σε σπουδαίους ανθρώπους, εξαιρετική τύχη. 1971 και το συναπάντημά σου με το Γιάννη Μαρκόπουλο και το θρυλικό «Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε», όπως και η συμμετοχή σου σε πολλές συναυλίες κι εκδηλώσεις του σπουδαίου συνθέτη και έρχεται η πραγματική αναγνώριση του ταλέντου σου από τον ίδιο, που είναι και η πιο αξιόπιστη, ιδιαιτέρας βαρύτητας κριτική. Πως ένιωσες, όταν ήρθε αυτή σου η καταξίωση ;

Αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία, την οποία θα σας πω και θα το συνδέσω με την προηγούμενη απάντησή μου. Μέχρι το ’69,που πήγα φαντάρος τραγουδούσα συνέχεια σε μπουάτ και κάποια στιγμή τραγουδούσα με την Καίτη Χωματά και το Μιχάλη Βιολάρη  στην μπουάτ «Αυλαία» ,με την Αρλέτα πάλι στα «Ταβάνια» και έκανα μια υπέροχη διαδρομή, παρόλο, που τότε ακόμα δισκογραφικά δεν είχα καμία σχέση. Μόλις απολύθηκα από το στρατό το καλοκαίρι του 1971,το ίδιο βράδυ, σενιαρίστηκα κιόλας, φτιάχτηκα και πήγαινα να δω τους  γνωστούς και φίλους στις μπουάτ της Πλάκας.  Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της Μνησικλέους, είδα ένα γνώριμο, ο οποίος ήταν συνεργάτης στη μπουάτ «Αυλαία» και λεγόταν Κώστας Μανιουδάκης. Μετά τις χαιρετούρες μου λέει, Θέμη εγώ ανοίγω μια μπουάτ, που θα την ονομάσω στούντιο «Λύδρα» και στο πρόγραμμα θα είναι οι συνθέσεις και η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Α, λέω εξαιρετικά. Τραγουδιστές του λέω έχετε βρει; Μου απαντάει, υπάρχει μόνο ένας νέος τραγουδιστής από την Κρήτη ονόματι Νίκος Ξυλούρης και με ρωτάει, θέλεις να πω στο Μαρκόπουλο να σε ακούσει; Του λέω σαν τρελός. Μου έδωσε καμιά εικοσαριά ραντεβού ο συνθέτης, αλλά όλο και κάτι του συνέβαινε και δεν ερχόταν. Μια μέρα όμως τον πέτυχα και μου λέει, εσύ είσαι ε; για έλα εδώ να σε ακούσω και πάμε στη μπουάτ τη «Λύδρα» και μου δείχνει το μέρος, που θα τα πούμε για τα επόμενα  δύο χρόνια. Μου λέει, για κάτσε εκεί. Τι θα μας πεις; Του λέω, να σας πω Μίκη Θεοδωράκη; Μου λέει όχι, κάτι άλλο. Χατζηδάκη; όχι, κάτι άλλο. Σαββόπουλο; όχι, κάτι άλλο. Μου λέει, μήπως γράφεις τραγούδια; Όπως σας είπα προηγουμένως, από τις «Ανθολογίες» ποιημάτων μελοποιούσα ποιητές και είχα το θράσος να του πω, βεβαίως, έχω μελοποιήσει Κωνσταντίνο Καβάφη. Κοντοστέκεται ,σοβαρεύει και μου λέει, για να σε ακούσω. Εγώ τότε,  επειδή ήξερα καλή κιθάρα, έβαζα δύσκολα ακόρντα, μετατροπίες, δηλαδή περίεργα πράγματα και είδα, ότι ενθουσιάστηκε ο Μαρκόπουλος. Μου λέει για ξαναπαίξτο. Με έβαλε καμιά δεκαριά φορές να το παίξω και μου λέει, προσλαμβάνεσαι, έλα αύριο για πρόβα.

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος λοιπόν  σε επέλεξε αναγνωρίζοντας την καλλιτεχνική σου αξία και δίνοντάς σου ψήφο εμπιστοσύνης να τραγουδήσεις στην ιστορική μπουάτ «Λήδρα» στην Πλάκα, όπου και εμφανιζόσουν, όπως μας είπες, επί δυο χρόνια. Πως ήταν η αυτή η συνεργασία;

 Ξεκίνησα από τον Οκτώβρη του ΄71 και από Οκτώβρη πάλι  του ’72 μέχρι Μάιο του ΄73, δηλαδή ήμουν δυο χρόνια εκεί με το Γιάννη Μαρκόπουλο, όπου και είχα μια εξαιρετική συνεργασία. Εκεί είπα ποιητές, βεβαίως πολύ λίγα βγήκαν στο δίσκο, είπα ποιήματα του Γιώργου Χρονά, που έχει μελοποιήσει, πάντα σε μουσική Μαρκόπουλου, του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, του Μάνου Ελευθερίου, του ποιητή Μήτσου Κασόλα, τραγούδια απαγορευμένα από το «Χρονικό» του Μαρκόπουλου, που τα είχε κόψει η Χούντα, σε στίχους του Κ.Χ. Μύρη, του Κώστα Γεωργουσόπουλου κοινώς, που τα έλεγα εγώ εκεί .

Η Χούντα φίμωσε αυτό το είδος τραγουδιού, που δεν της ήταν καθόλου αρεστό. Τι  άλλα τραγούδια ερμήνευες στη μπουάτ  «Λύδρα»;

Μέσα σε αυτά τα τραγούδια, που έλεγα, είπα βεβαίως το « Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε», το μυθικό αυτό τραγούδι, που ακόμα και σήμερα, που έχουν περάσει πενήντα χρόνια, εβδομήντα τριών ετών πλέον εγώ, το λέω ακόμα  με μεγάλη επιτυχία, το οποίο όμως δεν ήταν τόσο πολύ γνωστό τότε, μετέπειτα άρχισε να μαθεύεται, γιατί είχε γυριστεί σε ένα μικρό δισκάκι σαράντα πέντε στροφών, στο οποίο η πρώτη του πλευρά είχε το θρυλικό «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν». Εκείνη τη δεκαετία, που έκανα τα περισσότερα τραγούδια μου, γιατί έκανα  πολύ μεγάλη δισκογραφία μετέπειτα, τα οποία και  μένουν μέχρι σήμερα, ακόμα τα λέω.

Η συνεργασία με το Γιάννη Μαρκόπουλο ήταν και σταθμός στην καριέρα σου;

Η συνύπαρξή μου με το Γιάννη Μαρκόπουλο και τα τραγούδια του, τα τέσσερα, που έχω πει, βεβαίως και  ήταν σταθμός στην καριέρα μου. Επίσης σταθμός ήταν για μένα οι προσωπικοί μου δίσκοι και η προσωπική μου διαδρομή και ιδιαίτερα με το Γιάννη Λογοθέτη και το Γιάννη Κιουρτσόγλου, τον συνθέτη και ενορχηστρωτή των τραγουδιών κι εγώ, που έγραφα πότε-πότε μουσική  σε τραγούδια κι αυτό γιατί , ενώ έχω συνεργαστεί με πάρα πολλούς συνθέτες, όπως με το Γιώργο Χατζηνάσιο, αλλά δυο ή τρία τραγούδια έλεγα κάθε τόσο.

 «Ο Ταρζάν» του Γιάννη Μαρκόπουλου, διαχρονική επιτυχία, ανάλαφρο, αλλά «έξυπνο»  τραγούδι με κοινωνικοπολιτικά μηνύματα σε λανθάνουσα γλώσσα, που λίγοι αντιλαμβάνονταν τότε, όπως και τα δικά μου παιδικά αυτιά, που άκουγαν μόνο ένα διασκεδαστικό, ανάλαφρο και ανέμελο τραγούδι χωρίς αλληγορικές προεκτάσεις.

Μα ήταν και Χούντα τότε και βεβαίως έπαιρναν διαστάσεις, θα πάω στη ζούγκλα κι αν  θα με φάνε τα άγρια θηρία, θα με γράψουν και στην ιστορία, πως με φάγανε τα ζώα και το πρωτότυπο ήταν κι όχι η βρώμα του αιώνα εννοώντας το φασισμό και τις  δικτατορίες κι όλα αυτά, το οποίο όμως κόπηκε στη λογοκρισία κι έγινε η μπόρα του αιώνα. Έκρυβε με μια χιουμοριστική επίφαση, θα έλεγα, κοινωνικοπολιτικά μηνύματα. 

Έτσι ακριβώς, τραγούδια, που περνούσαν τα μηνύματά τους. Η  Μεταπολίτευση και η αποκατάσταση της Δημοκρατίας σηματοδότησε την απελευθέρωση στην  καλλιτεχνική έκφραση, η οποία  διαδέχτηκε  τη λογοκρισία της επταετίας και συνθέτες της εποχής έντυσαν το χιουμοριστικό στίχο  με νότες και μελωδίες και το  λεγόμενο «Σατιρικό τραγούδι» γνώρισε στιγμές δόξας. Εσύ Θέμη, ως δίδυμο με το στιχουργό και γελοιογράφο Γιάννη Λογοθέτη, το γνωστό ΛοΓό έκανες κάτι επαναστατικό, θα έλεγα, τάραξες τα μουσικά νερά με τις «Γελοιογραφίες» και γνώρισες  τεράστια επιτυχία και δημοτικότητα κόντρα  στο μουσικό κατεστημένο της εποχής, που ήταν το ελαφρολαϊκό τραγούδι, το οποίο και προωθούσαν  οι δισκογραφικές  εταιρείες, οι οποίες πως  σε αντιμετώπισαν τότε;

Κοιτάξτε. Εγώ εκείνη την εποχή  μετά τη «Λύδρα» τραγουδούσα με το Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη σε μια μπουάτ καλοκαιρινή, μπουάτ κατ΄επίφασιν, μια μάντρα ήτανε «Αρχόντισσα» λεγότανε και εκεί έλεγα το «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» «Του άντρα του πολλά βαρύ».

Με τα οποία τραγούδια έγινε και η είσοδός σου στη δισκογραφία το 1972;

Έτσι ακριβώς με αυτά τα δυο  τραγούδια αλλά και με το «Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε». Τα δικά μου και διαφόρων συνθετών άλλα τραγούδια, τα οποία έλεγα με ένα δικό μου προσωπικό τρόπο κι  έρχεται ο Γιάννης ο Λογοθέτης ένα βραδάκι και μου λέει, μου αρέσεις πάρα πολύ, μήπως θέλεις να συνεργαστούμε; του λέω, γιατί όχι, πώς ακριβώς; και μου έδινε τραγουδάκια κι εγώ έβαζα κατευθείαν τη μουσική. Ακόμα και τηλεφωνικά μου έδινε τους στίχους, καθόμουν τους έγραφα και επιτόπου έβαζα τη μουσική και έτσι έγιναν δεκατρία τραγούδια τα οποία και τα πήγαμε στην εταιρεία ,όπου και αμέσως τα δέχτηκαν. Επιγραμματικά θα πω, γιατί έχει μεγάλη ιστορία, εμείς ανοίξαμε το δρόμο σε ένα είδος, που ονομάστηκε σατιρικό τραγούδι και με μένα έγινε γνωστό, περισσότερο και ιδιαίτερα  με τον τρόπο, που τραγουδούσα, που ήταν σε κόντρα με το κατεστημένο τρόπο τραγουδιού της εποχής. Δηλαδή εκείνη την εποχή σκεφτείτε, οι τραγουδιστές ήταν στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα στημένοι σχεδόν σε στάση προσοχής με το αριστερό χέρι να κρατάνε το καλώδιο του μικροφώνου και να ανοιγοκλείνουν το στόμα. Εγώ πήγα κι έκανα τα τρελά μου και με έναν ιδιαίτερο τρόπο κάτι σαν παντομίμα, σαν περφόρμερ θα έλεγα ,που ήταν ένα είδος άγνωστο για την εποχή. Πολλοί  με σύγκριναν κακώς βέβαια με κάποιους σταρ, όπως τον Τζόνι Χαλιντέι και λέω τί δουλειά έχω εγώ με αυτούς, αλλά τέλος πάντων.

Κανένας μέχρι και σήμερα δεν κατάφερε να σε μιμηθεί επάξια. Πιστεύεις, ότι στο μέλλον θα υπάρξουν νέοι καλλιτέχνες  διάδοχοι αυτού του είδους;

Δεν ξέρω, η εποχή πάντως έχει ανάγκη να βγαίνουν νέα ακούσματα. Εγώ πάντως δεν είμαι βασιλιάς, για να έχω διάδοχο. Όσο η προσωπικότητα του καθενός είναι πηγαία και δεν ακουμπάει πάνω σε άλλα πρότυπα, θα έχει μέλλον. Αν όμως  ο ένας αντιγράφει τον άλλον δεν οδηγεί πουθενά.

Παρακολουθείς στη σκηνή άλλους καλλιτέχνες ως θεατής;

Βέβαια.

Από τους παλιούς και  νέους καλλιτέχνες υπάρχει κάποιος, που θαυμάζεις;

Πολλούς. Μου αρέσει ο Σταμάτης Κραουνάκης, μου αρέσει έτσι, όπως παρουσιάζει τα πράγματα. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μου αρέσει και ο φίλος μου ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μου αρέσει. Από τους νέους καλλιτέχνες δεν ξέρω, το έχω λίγο χάσει με όλους αυτούς τους  trappers και λοιπά.

Στη δική σου περίπτωση, όπως και άλλων ταλαντούχων συναδέλφων σου κάποτε άνοιγαν εύκολα οι πόρτες. Πόσο εύκολα συμβαίνει το ίδιο σήμερα για το νέο καλλιτέχνη;

Κοιτάξτε, από τον καιρό, που πέθανε η δισκογραφία, ο καλλιτέχνης, ο στιχουργός, ο συνθέτης, ο τραγουδιστής όλοι αυτοί πρέπει να πληρώσουν, για να υπάρξουν. Δεν είναι, όπως ήταν παλιά, που αναλάμβανε η εταιρεία να κάνει τις παραγωγές και να τις διαθέσει δίνοντάς σου ένα ποσοστό επί των πωλήσεων. Από το ’90 και μετά δεν υπάρχει δισκογραφία και με την είσοδο του ίντερνετ, του youtube, της ψηφιακής δηλαδή κατάστασης, έχει χαθεί η μπάλα ,πρέπει να πληρώσουν πολλά οι καλλιτέχνες, για να υπάρξουν.

Στη συνεργασία σου με το Μίμη Πλέσσα ποια δουλειά «έγραψε» στην καριέρα σου;

Το 1974 κάναμε το album «Σταθμός»,όπου σε αυτό το δίσκο,  λέω μόνο τρία τραγούδια, ενώ η Δήμητρα Γαλάνη έχει εννέα. Με το Μίμη Πλέσσα κάναμε όμως άλλη μια δουλειά, η οποία ήταν σε δεύτερη εκτέλεση, ήθελε να γυρίσει το «Πανόραμα» σε δεύτερη εκτέλεση με κεντρικό τραγουδιστή εμένα. Αυτή ήταν η συνεργασία μου με το Μίμη Πλέσσα.

«Χώρα, Παρτίδα» από το album  «Το σώμα ξέρει» σε δική σου σύνθεση και στίχους του Γιάννη Ευθυμιάδη.  Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα θα αποτελούσε για σένα έμπνευση στο να γράψεις ένα τραγούδι, που να την απεικονίζει, πολιτικό ίσως;

Θα μπορούσα να το κάνω με ένα δικό μου τρόπο. Το τραγούδι το συγκεκριμένο βέβαια δεν ανήκει στη δεκαετία του ’70 ,έγινε το 2012.

Έχεις λοιπόν συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους συνθέτες Μαρκόπουλο, Πλέσσα, Χατζηνάσιο, Κυριαζή, Καρβέλα. Υπάρχει κάποιος συνθέτης απωθημένο σου, με τον οποίο δεν έχεις συνεργαστεί, ενώ θα ήθελες πολύ ;

Ναι, υπάρχει ένας συνθέτης, ο οποίος μου είχε κάνει και την πρόταση, αλλά για κάποιους λόγους δεν ήταν εύκολο να συμβεί, μιλάω για το Γιώργο Ζαμπέτα.

Από τα τραγούδια, που  έχεις ερμηνεύσει ποιο είναι το αγαπημένο σου;

Τώρα με βάζετε να διαλέξω από τα διακόσια, που έχω πει και από άλλα διακόσια, που έχω στο συρτάρι .

Ε, όλο και κάποιο θα σιγοτραγουδάς .

Ένα τραγούδι ,που είναι πολύ αγαπημένο μου και δεν είναι σατιρικό ,αλλά, που αγαπώ πάρα πολύ και το ξεχωρίζω περισσότερο από όλα είναι ένα τραγούδι, του οποίου έχω γράψει  τη μουσική σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου  και το έχω τραγουδήσει μαζί με τη Σοφία Μιχαηλίδου. Αυτό είναι το «τραγούδι για καφενεία».

Δεν έχει πια ζωή στα καφενεία, στίχοι του Μάνου Ελευθερίου,  που εσύ μελοποίησες και προέκυψε αυτό το αριστούργημα σε έντεχνο. Εσένα, που  είχες τραγουδήσει σε μπουάτ, συναυλίες και νυχτερινά κέντρα, ποιος χώρος σε αντιπροσώπευε περισσότερο;

Εγώ έχω τραγουδήσει και σε μπουάτ και σε μιούζικ χολ και σε μεγάλες πίστες. Αυτές ,που με αντιπροσώπευαν όμως περισσότερο, είναι αυτές, που έχουν άμεση σχέση με το κόσμο, που είσαι μέσα στον κόσμο, τον βλέπεις, σε βλέπει, σε ακουμπάει, μυρίζεις το χνώτο του, που λέμε ,αυτούς τους χώρους θέλω εγώ κι ένα τέτοιο χώρο βρήκα τώρα τελευταία την «Απανεμιά» ,μια μπουάτ, στην οποία πήγα για δύο παραστάσεις και μέχρι τώρα, που μιλάμε έκανα δεκαοχτώ.

Οπότε εκεί έχεις βρει τη μουσική σκηνή σου. Είσαι δεκτικός σε νέες επαγγελματικές προτάσεις; 

Βέβαια, αν ακουμπούν στα θέλω μου, γενικά δεν είμαι σνομπ.

Χαρακτηρίζεσαι σατιρικός τραγουδιστής και συνεχίζεις τη δισκογραφία σου εμμένοντας  στα σατιρικά albums  έως και το 1981 και με τις δισκογραφικές Columbia & Minos. Το είδος αυτό του τραγουδιού ήταν μια δοκιμασμένη επιτυχημένη συνταγή, που δυσκολεύτηκες να αλλάξεις σύντομα;

Τη συνταγή αυτή εγώ την έκανα, δεν την έκαναν οι εταιρείες. Απλά, όταν έκανα μια πολύ μεγάλη δισκογραφία, κάποια στιγμή είχε φτάσει στα όριά του, που λέμε, είχα κουραστεί κι εγώ, άσε που ταυτόχρονα είχαν βγει εκείνη την εποχή πολλοί ανταγωνιστές, ας πούμε και με πίεζε η εταιρεία, βρε συ κάνε κάτι να χτυπήσουμε αυτόν και τα λοιπά.

Κάποια στιγμή λοιπόν αποφασίζεις να κάνεις στροφή στην καριέρα σου φλερτάροντας με το έντεχνο και γράφοντας μουσικές για αξιόλογους στιχουργούς, όπως το Μάνο Ελευθερίου, που προανέφερα, το Λάζαρο Μπίκα  και ποιητές, όπως το Μάνο Αναγνωστάκη και το Γιάννη Ευθυμιάδη. Ποιοι ήταν οι λόγοι αυτής σου της απόφασης;

Όπως είπα και πριν όλο αυτό με είχε κουράσει και αποφάσισα το ’82 να σταματήσω αυτή τη μεγάλη παραγωγή των δίσκων και να στραφώ σε ένα πιο προσωπικό, πιο εσωστρεφές, πιο έντεχνο εντός εισαγωγικών, θα έλεγα, ύφος κάνοντας τρεις παραγωγές δίσκων μου εγώ ο ίδιος. Έτσι, για να το κάνω πιο λιανά, έλεγα τη «Λούλα» ή το «Πολύ ωραίος», για να πάρω χρήματα, τα οποία θα τα διέθετα σε προσωπικούς μου δίσκους. 

Ήσουν λοιπόν ο αντισυμβατικός, εκρηκτικός,  πολύπλευρος καλλιτέχνης, που έπαιζες κιθάρα, έγραφες μουσική και με τη χαρακτηριστική φωνή, τη μοντέρνα εμφάνισή σου, το αστείρευτο χιούμορ σου, το μπρίο και τα άλματα στη μουσική  σκηνή ήσουν ο διασκεδαστής, που ψυχαγωγούσε  το κοινό του, γινόσουν ένα με τον κόσμο και  ήσουν πολύ ωραίος, αλήθεια, βεβαίως, που είναι και η διαχρονική ατάκα, που σε ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Τα τραγούδια σου ήταν διασκεδαστικά μεν με περιεχόμενο δε, με κοινωνικά μηνύματα και διαχρονικότητα, όπως «Ο Καραγκιόζης» σε στίχους του Γιάννη Λογοθέτη και σύνθεση του Γιάννη Κιουρτζόγλου, καθώς και το σκωπτικό τραγούδι  «Η πεθερά» το 1976. Γιατί αυτά τα τραγούδια πέρασαν στον κόσμο;

Πέρασαν αυτά τα τραγούδια κι έχουν συνδυαστεί απόλυτα με μένα. Έχω κάνει μια δισκογραφία γύρω στα διακόσια τραγούδια, ελάχιστα σχεδόν κανείς δεν μπόρεσε να αντιγράψει αυτό το προσωπικό στιλ, που είχαν αυτά τα τραγούδια .

Το καλλιτεχνικό σου είδωλο ποιο ήταν;

Πολλά, αλλά ξεχωρίζω δυο από τον ελληνικό χώρο το Διονύση Σαββόπουλο και από το διεθνή τον Λέοναρντ Κοέν.

Είσαι ευλογημένος, αφού στην επαγγελματική σου διαδρομή συνεργάστηκες με τραγουδιστές θρύλους  και ποιους να πρωτοαναφέρω, Νίκο Ξυλούρη,  Γιώργο Ζαμπέτα Μιχάλη Βιολάρη, Καίτη Χωματά, Γιώργο Μαρίνο, Τόλη Βοσκόπουλο, Μανώλη Μητσιά, Σταμάτη Κόκοτα, Ρίτα Σακελλαρίου, Γιάννη Πάριο, Δούκισσα, Κατερίνα Στανίση, Δήμητρα Γαλάνη, Βίκυ Μοσχολιού, Σπεράντζα Βρανά, Τάνια Τσανακλιδου, Λιζέτα Νικολάου, Λίτσα Διαμάντη, Ρένα Κουμιώτη, Γιάννη Καλατζή, Δημήτρη Μητροπάνου, Μαρία Δημητριάδη, Πόλυ Πάνου, Φίλιππο Νικολάου, Μιχάλη Μενιδιάτη. Με ποιους από όλους  αυτούς  είχες  καλύτερη χημεία;

Με όλους .

Έχεις δώσει πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κάποιοι καλλιτέχνες σήμερα λόγω της οικονομικής κρίσης και των περιορισμένων εμφανίσεών τους  επιλέγουν κοινό εκτός ελληνικών συνόρων και δεν εννοώ διεθνή καριέρα, μιλάω για περιορισμένες εμφανίσεις για το ελληνικό κοινό του εξωτερικού. Πως το σχολιάζεις; Εσύ  συγκαταλέγεσαι ανάμεσα σ’ αυτούς;

Αν μιλήσουμε για διεθνή καριέρα, ποιοι έχουν κάνει, η Νάνα Μούσχουρη, από ότι θυμάμαι και δυο τρεις άλλοι. Για τις  εμφανίσεις μόνο άλλων καλλιτεχνών ουδέν σχόλιον. Εμένα προσωπικά  δεν με ενδιαφέρει να κάνω κάτι τέτοιο.

Υπήρξαν τραγούδια πρώτης δικιάς σου εκτέλεσης, που τα έκανες επιτυχία και αργότερα τα ερμήνευσαν κάποιοι άλλοι;

Δεν έχουν εκτελέσει άλλοι δικά μου τραγούδια, εγώ είμαι από τους πολύ δύσκολους, επειδή το είχα πάρει προσωπικά το πράγμα και ο κόσμος είχε συνδυάσει αυτά τα τραγούδια με μένα και θα ήταν πολύ δύσκολες οι δεύτερες εκτελέσεις.

Πολύ σωστά. Ακόμα όμως κι αν συνέβαινε, δεν θα περνούσε εύκολα στον κόσμο, αφού στη   συνείδησή του είχε «γράψει» η δική σου πρώτη εκτέλεση. Μια εικοσαετία, αρκετά μεγάλη περίοδο, απείχες συνειδητά  από τα μουσικά δρώμενα και όλοι νομίσαμε, ότι είχες πάει στη ζούγκλα με τον Ταρζάν κι ότι περνούσες φίνα. Τι όμως συνέβη στην πραγματικότητα, τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια της επαγγελματικής σου αποχής, ασχολήθηκες με κάτι διαφορετικό;

Ναι. Κάποια στιγμή το ’92 αποφάσισα να σταματήσω να τραγουδάω, δεν ήθελα άλλο και για είκοσι χρόνια με τη σύζυγό μου την Άννα, η οποία είναι γλύπτρια, ανοίξαμε μια μικρή γκαλερί αφενός και αφετέρου, επειδή είναι πολύ καλή γλύπτρια η Άννα και συμμετείχε σε εκθέσεις, εμπορικές βέβαια, εκείνη την εποχή ανοίξαμε και ένα εργαστήριο, που κατασκευάζαμε και ήμουν κι εγώ εκεί και βοηθούσα στη «βρώμικη» δουλειά, να μιλάω με πελάτες, να κλείνω συμφωνίες και τέτοια πράγματα. 

Είχες αποφασίσει λοιπόν συνειδητά την επαγγελματική σου αποχή από το χώρο της μουσικής, ωστόσο ο κόσμος δεν σε είχε ποτέ ξεχάσει, αφού ως καλλιτέχνης είχες εδραιωθεί στη συνείδησή του και ήσουν μια διαχρονική αξία. Ποια ήταν η στάση των θαυμαστών σου στην επιστροφή σου; 

Κοιτάξτε δεν είχα αυτή την εντύπωση, ότι ο κόσμος δεν με είχε ξεχάσει. Όταν το 2012 αποφάσισα να κάνω ένα δίσκο και να επιστρέψω, δεν το έκανα  με προσωπική μου απόφαση, αλλά με παρότρυνση του γιού μου του Δημήτρη, που μου είπε οπωσδήποτε πρέπει να κάνεις αυτό το πράγμα και συμφώνησε και  η σύζυγός μου η Άννα, η οποία χρηματοδότησε την παραγωγή. Εγώ λοιπόν τους έλεγα, ρε παιδιά, ποιος θα με θυμάται τώρα εμένα;

Το πιθανότερο για κάποιον άλλο καλλιτέχνη μια τέτοια μεγάλη  αποχή να ήταν και η χαριστική βολή στην καριέρα του. Εσένα ευτυχώς καλλιτεχνικά δεν σε έβλαψε ,αφού συνέχισες από εκεί, που το άφησες .

 Όταν επέστρεψα κάνοντας όλα αυτά, βρέθηκα προ μεγάλης εκπλήξεως, γιατί είδα τον κόσμο, όχι μόνο να μη με έχει ξεχάσει και αυτό με συγκίνησε πάρα πολύ, γιατί συνήθως καλλιτέχνες, που εξαφανίζονται για ένα-δυο χρόνια, όταν επιστρέφουν, δεν τους θυμάται ούτε η μάνα τους. Εγώ ,που απείχα είκοσι χρόνια, τι να πω, μάλλον είχα περάσει στο υποσυνείδητό τους σαν ένα θετικό πρόσωπο και για αυτό φαίνεται  με συγκράτησαν στη μνήμη τους. Αποτέλεσμα ,μετά από κάποιες δυσκολίες μεγάλες με την υγεία μου από το 2012 μέχρι το 2021-22 , αποφάσισα να ξαναβγώ πάλι στο φως.

Σε συγκίνησε η αντίδραση του κόσμου στην επανεμφάνισή σου;

Είδα μια τεράστια αγάπη και αναγνώριση κι αυτό όχι μόνο με συγκινεί, αλλά μου δίνει και δύναμη να προχωρήσω, είναι όμως και μια ευθύνη. Όταν πήγα, πριν δυο μήνες να τραγουδήσω για δυο εμφανίσεις σε μια μπουάτ την «Απανεμιά» και δεν ξέρω τι έγινε βρε παιδί μου, δεν με άφηναν να φύγω, τεράστια η ανταπόκριση και η αγάπη του κόσμου, πολύ μεγάλη επιτυχία και στις 29 Μαρτίου η τελευταία εμφάνιση, που είναι η δέκατη όγδοη και λέω η τελευτα, γιατί πλησιάζει το Πάσχα και λέω, πρέπει να σταματήσουμε .

Η εικοσαετής αποχή σου λοιπόν δεν είχε αρνητικό πρόσημο στην καλλιτεχνική σου διαδρομή. Σίγουρα όμως θα είχε οικονομικό κόστος, αφού έχασες κάποια χρήματα τόσο από τη δισκογραφία όσο και από εμφανίσεις. Τελικά στον απολογισμό σου ήταν λάθος η τότε απόφασή σου;

Να ξεκαθαρίσω κάτι. Εγώ είμαι από τις μάλλον σπάνιες περιπτώσεις, που με ενδιέφερε πρώτα το καλλιτεχνικό όφελος και ποτέ δεν έβαλα το οικονομικό όφελος πιο πάνω. Επειδή λοιπόν με ενδιέφερε πρώτα το καλλιτεχνικό όφελος, γι’ αυτό  επέλεγα απόλυτα τους χώρους, που τραγουδούσα κι αν μπορούσα να πάρω κάποια χρήματα, τα έπαιρνα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους, που λένε, πάμε να τα πάρουμε, με ενδιαφέρει πρώτα το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. 

Αν ξεκινούσες σήμερα την καριέρα σου, θα έκανες ακριβώς τα ίδια καλλιτεχνικά βήματα;

Ναι, δεν μετανιώνω για τίποτα, οτιδήποτε έχω κάνει το έχω κάνει με απόλυτη αίσθηση, με απόλυτη ευθύνη και με πολύ μεγάλη προσοχή κοιτάω το κάθε βήμα μου.

Ετοιμάζεις κάτι καινούριο δισκογραφικά;

Ναι ετοιμάζω δυο δισκογραφικές δουλειές, μια με τα καινούρια μου σατιρικά τραγούδια και μια με ποιητές, που έχω μελοποιήσει.

Το μέλλον της ελληνικής δισκογραφίας, που σιγά- σιγά φθίνει, πως το βλέπεις;

Δεν υπάρχει ελληνική δισκογραφία, έχει τελειώσει από το ’90.

Με τη γλύπτρια Άννα Ανδρεάδη έχετε αποκτήσει δυο γιους, τον Ανδρέα, που είναι ηθοποιός και το Δημήτρη, που είναι ζωγράφος. Είστε λοιπόν μια καλλιτεχνική οικογένεια. Πως είναι η συνύπαρξη καλλιτεχνών στην ίδια οικογένεια; η τέχνη βοηθά περισσότερο την επικοινωνία;

Η συνύπαρξη είναι άριστη. Είναι ευχής έργον, ο ένας να συμπληρώνει τον άλλο.

Αυτό συμβαίνει, γιατί οι καλλιτέχνες συνήθως μιλάνε την ίδια γλώσσα. Πες μου τώρα, πως αποφορτίζεσαι από την καθημερινότητα, έχεις κάποια χόμπι;  

Η μουσική είναι κυρίως το χόμπι μου, χόμπι και επάγγελμα κι από όλα. Κατά τα άλλα διαβάζω, εξακολουθώ και έχω ακόμα το πικάπ μου  κι ακούω τους δίσκους μου, έχω μια μεγάλη δισκοθήκη πέντε χιλιάδες δίσκους, η δισκογραφία μου αρέσει πάρα πολύ ακόμα και σήμερα.

Τώρα θα ήθελα να μου επιτρέψεις  να πω στη φίλη Λούλα της onenews.gr, «Λούλα ,που είσαι Λούλα» να αποχαιρετίσεις το μπριόζο καλλιτέχνη, το σπουδαίο περφόρμερ των νεανικών σου χρόνων σε μια φωτογραφία κιτρινισμένη από καιρό, που την κοιτάς κι αναπολείς  «όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε», αλλά έχω να σου πω, ότι με το Θέμη Ανδρεάδη έπρεπε  σήμερα να συναντηθούμε, γιατί  όσοι από εμάς «ψάχνουμε  μέσα στο πανέρι μεσημέρι βράδυ για κανένα παξιμάδι, ντρίγκι ντρίγκι ντρίγκι ντράγκα όλο δίφραγκα και φράγκα» και λόγω περιορισμένων οικονομικών δεν έχουμε τη δυνατότητα  διασκέδασης, θα του πούμε, ευχαριστώντας τον γειά σου Ανδρεάδη μάγκα. Στο σημείο αυτό φίλες και φίλοι της onenews.gr  θέλω να μου επιτρέψετε, εγώ προσωπικά να ευχαριστήσω θερμά  το Θέμη Ανδρεάδη, που με έκανε σήμερα να αναβιώσω τρυφερές μουσικές  στιγμές των παιδικών μου χρόνων. Θέμη μου σ’ ευχαριστώ από καρδιάς για τη σημερινή σου παρουσία εδώ στην onenews.gr και σου εύχομαι ολόψυχα να είσαι πάντα υγιής και δημιουργικός, γιατί χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε να μας παίξεις δύο νότες μια  μινόρε-λύπη και μια χαρά –ματζόρε.

Κι εγώ σας ευχαριστώ από καρδιάς ,να είστε όλοι καλά.