20 Απριλίου, 2024

Ντόναλντ Τραμπ: Αυτό είναι το κατηγορητήριο σε βάρος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ

Ντόναλντ Τραμπ: Αυτό είναι το κατηγορητήριο σε βάρος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ

Το ιστορικό κατηγορητήριο κατά του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αποσφραγίστηκε και είναι πλέον δημοσιοποιήθηκε. Λίγη ώρα νωρίτερα, ο Τραμπ κατά την ακρόασή του στο δικαστήριο δήλωσε αθώος.

Το κατηγορητήριο σε βάρος του Ντόναλντ Τραμπ

Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι ο Τραμπ συμμετείχε σε ένα παράνομο σχέδιο για την απόκρυψη αρνητικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης μιας παράνομης πληρωμής ύψους 130.000 δολαρίων που διέταξε ο κατηγορούμενος για την απόκρυψη των αρνητικών πληροφοριών που θα έβλαπταν την προεκλογική του εκστρατεία.

Ο λόγος για τον οποίο διέπραξε το έγκλημα της παραποίησης των επιχειρηματικών αρχείων ήταν εν μέρει για να «προωθήσει την υποψηφιότητά του», υποστηρίζει το κατηγορητήριο, αναφερόμενο προφανώς στην υπόθεση πληρωμών στην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς.

Κατηγορείται για συμμετοχή σε «παράνομη συνωμοσία»

Το κατηγορητήριο κατά του Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζει επιπλέον ότι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, συμμετείχε σε συνωμοσία για την υπονόμευση της ακεραιότητας των εκλογών του 2016.

«Από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2017, ο κατηγορούμενος ενορχήστρωσε με άλλους ένα σχέδιο για να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές του 2016, εντοπίζοντας και αγοράζοντας αρνητικές πληροφορίες για τον ίδιο, ώστε να αποσιωπηθεί η δημοσίευσή τους και να ωφεληθούν οι εκλογικές προοπτικές του κατηγορουμένου», αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

«Προκειμένου να εκτελέσουν το παράνομο σχέδιο, οι συμμετέχοντες παραβίασαν τους εκλογικούς νόμους και έκαναν και προκάλεσαν ψευδείς καταχωρίσεις στα επιχειρηματικά αρχεία διαφόρων οντοτήτων στη Νέα Υόρκη», αναφέρεται.

«Το Μανχάταν φιλοξενεί τη σημαντικότερη επιχειρηματική αγορά στη χώρα. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε επιχειρήσεις της Νέας Υόρκης να χειραγωγούν τα αρχεία τους για να καλύψουν εγκληματικές συμπεριφορές (…) Έχουμε την ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», σημείωσε ο εισαγγελέας κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε.

Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα και τα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2017, ο Τραμπ ενορχήστρωσε το σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» μέσω μιας σειράς πληρωμών, τις οποίες στη συνέχεια απέκρυψε με ψευδείς επιχειρηματικές καταχωρήσεις τους επόμενους μήνες.

Σε μια περίπτωση, η American Media Inc (ΑΜΙ) κατέβαλε 30.000 δολάρια σε έναν πρώην θυρωρό στον Πύργο Τραμπ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι γνώριζε την ιστορία ενός παιδιού που ο Τραμπ είχε αποκτήσει εκτός γάμου.

Σε άλλη περίπτωση, η AMI πλήρωσε 150.000 δολάρια σε μια γυναίκα που ισχυρίστηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Τραμπ. Όταν εκείνος ζήτησε από δικηγόρο που εργαζόταν τότε ως «ειδικός σύμβουλος» για τον Οργανισμό Τραμπ να επιστρέψει τα χρήματα στην AMI, ο ειδικός σύμβουλος συμβούλευσε τον Τραμπ ότι η καταβολή θα έπρεπε να γίνει από μια εταιρία-κέλυφος και όχι με μετρητά. Η AMI αρνήθηκε τελικά την αποζημίωση, κατόπιν διαβούλευσης με τον νομικό της σύμβουλο. Η AMI – η οποία αργότερα παραδέχθηκε, στο πλαίσιο συμφωνίας με ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, ότι η συμπεριφορά της ήταν παράνομη – έκανε ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία της σχετικά με τον πραγματικό σκοπό της καταβολής των 150.000 δολαρίων.

Σε μια τρίτη περίπτωση – 12 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές – ο ειδικός σύμβουλος (του Οργανισμού Τραμπ) έστειλε 130.000 δολάρια σε δικηγόρο μιας ηθοποιού ταινιών για ενηλίκους (Στόρμι Ντάνιελς). Η πληρωμή είχε γίνει από μια εταιρία-κέλυφος που χρηματοδοτήθηκε μέσω τράπεζας του Μανχάταν. Ο ειδικός σύμβουλος ομολόγησε αργότερα την ενοχή του και εξέτισε ποινή φυλάκισης για την παράνομη καταβολή χρημάτων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.

Μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Τραμπ αποζημίωσε τον ειδικό σύμβουλο με μια σειρά μηνιαίων επιταγών, αρχικά από ανακλητό καταπίστευμα του Ντόναλντ Τραμπ – που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του – και αργότερα από προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του Τραμπ. Συνολικά εκδόθηκαν 11 επιταγές με ψευδή αιτιολόγηση. Εννέα από αυτές τις επιταγές υπογράφηκαν από τον Τραμπ. Όλες τις επιταγές διαχειρίστηκε ο Οργανισμός Τραμπ και έφεραν τον μανδύα της πληρωμής για νομικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν δυνάμει ανύπαρκτης συμφωνίας.

Έγιναν συνολικά 34 ψευδείς καταχωρήσεις σε επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, για να μείνει κρυφή η αρχική πληρωμή των 130.000 δολαρίων. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο έλαβαν μέτρα για να παραποιήσουν – για φορολογικούς σκοπούς – την πραγματική φύση των αποζημιώσεων.

Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Τραμπ και οι δικηγόροι του μπορούν να εξετάσουν πλήρως την έκταση των κατηγοριών εναντίον του και τι πρέπει να αποδείξουν οι εισαγγελείς στη δίκη.

Οι ποινικές κατηγορίες απορρέουν από την έρευνα του εισαγγελέα του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ, για τις πληρωμές χρημάτων που έγιναν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 σε γυναίκες που ισχυρίστηκαν ότι είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις με τον Τραμπ, κάτι που ο ίδιος αρνείται.

Η πρώτη αντίδραση της πλευράς Τραμπ

Ο δικηγόρος του Τραμπ λέει ότι ο πρώην πρόεδρος είναι «απογοητευμένος» και «αναστατωμένος» μετά την απαγγελία κατηγοριών.

Ο ίδιος, κατηγόρησε τον εισαγγελέα της υπόθεσης ότι μετέτρεψε το ζήτημα σε «πολιτική δίωξη». «Δεν είναι μια καλή μέρα … Δεν περιμένω να συμβεί κάτι τέτοιο σε αυτή τη χώρα. Δεν περιμένεις να συμβεί αυτό … σε κάποιον που ήταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών», δήλωσε ο Μπλανς.

Αναφέρθηκε στο κατηγορητήριο ως «τυποποιημένο» και υποστήριξε ότι «δεν αναφέρει κανένα ομοσπονδιακό και πολιτειακό έγκλημα που έχει παραβιαστεί». Σχετικά με τις κατηγορίες κατά του Τραμπ, ο δικηγόρος δήλωσε ότι «θα το πολεμήσουμε, θα το πολεμήσουμε σκληρά».

Ο Τραμπ αφέθηκε ελεύθερος χωρίς εγγύηση μέχρι τον ορισμό της δίκης. Ο δικαστής δεν του απαγόρευσε τις δημόσιες τοποθετήσεις, προειδοποιώντας τον ότι θα εξετάσει το μέτρο σε περίπτωση που συνεχίσει την εμπρηστική ρητορική του σε ό,τι αφορά τη διαδικασία.

Η ανώτατη ποινή που θα μπορούσε να του επιβληθεί φτάνει, σύμφωνα με τη New York Post, τα 136 έτη, ωστόσο αφέθηκε ελεύθερος χωρίς εγγύηση.