ίναι προφανές ότι το νέο τοπίο που έχει δημιουργηθεί στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία δεν έχει ουδεμία σχέση με τον Ιούλιο του 2019 που η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέλαβε την εντολή διακυβέρνησης της χώρας.
Aπό τον Ian Ford
Οι λόγοι ανανέωσης της κυβερνητικής εντολής είναι κάτι παραπάνω από προφανείς.
Το πιο αυτονόητο είναι το γεγονός ότι το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ δεν πρόκειται να εφαρμοσθεί εκ των πραγμάτων.
Τι πιο λογικό από έναν έντιμο και εξαίρετο πρωθυπουργό να ζητήσει εκ νέου εντολή από τον ελληνικό λαό ο οποίος βλέπει τις ζωές του να αλλάζουν άρδην.
Πολιτικός τυχοδιωκτισμός (για τον οποίο τον κατηγορεί ο Σύριζα) δεν είναι η αυτονόητη προσφυγή στις κάλπες αλλά η διακυβέρνηση της χώρας στο νέο τοπίο χωρίς την ανανέωση της έγκρισης από τον ελληνικό λαό. Με απλά λόγια ο Σύριζα απαιτεί από τον πρωθυπουργό να συνεχίσει να κυβερνά χωρίς ανανέωση της εντολής από τους πολίτες!
Βέβαια για τη λογική των Συριζαίων αυτή η απαίτηση έχει νόημα μια και θέλουν να κερδίσουν χρόνο ώστε να καλύψουν την δημοσκοπική διαφορά και να κερδίσουν τις εκλογές τις οποίες αφότου γίνουν κυβέρνηση θα καταργήσουν!
Στο μεταξύ ένας μετά τον άλλον οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης και οι τράπεζες αναθεωρούν προς τα πατώματα τις εκτιμήσεις τους για την ελληνική Οικονομία.
Στο χορό μπήκε και η Bank of America η οποία αναθεωρεί τις εκτιμήσεις της για τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, η ύφεση στην ελληνική οικονομία φέτος θα φτάσει το 7,5% και θα ακολουθήσει ισχυρή ανάκαμψη 9,8% το 2021. Πάντως, όπως τονίζει, η ανάκμψη στην κερδοφορία των ελληνικών τραέπζων δεν θα είναι τόσο γρήγορη όσο αυτή του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, μειώνει τις εκτιμήσεις για τα έσοδα, αυξάνει τις προβλέψεις και αυξάνει το κόστος των ιδίων κεφαλαίων (CoE) από το 2,7% έως το 12,7%-15% για τις ελληνικές τράπεζες. Επίσης θεωρεί πως η διαδικασία μείωσης των NPEs θα μεταφερθεί κατά ένα περίπου έτος, ενώ σημειώνει πως δεν θεωρεί ότι το βάρος της ενίσχυσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων θα αναγνωριστεί σε ένα μόνο έτος καθώς η διατήρηση της κερδοφορίας θα τεθεί σε προτεραιότητα για τον κλάδο.
Η BofA προβλέπει τώρα την ομαλοποίηση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (RoTE) να επιτυγχάνεται έως το 2023/2024 και μειώνει τις τιμές-στόχους που δίνει για τις μετοχές των τεσσάρων τραπεζών κατά περίπου 55% σε μέσο όρο.
Πάντως, η BofA αναβαθμίζει τη σύσταση για την Alpha Bank σε Buy (από Neutral) για λόγους αποτίμησης και διατηρεί τις αξιολογήσεις για τις Eurobank (Buy), Εθνική Τράπεζα (underperform) και Τράπεζα Πειραιώς (underperform).
To ξέσπασμα της πανδημίας κορονοϊού αποτελεί την τρίτη ατυχία για τις ελληνικές τράπεζες, όπως σημειώνει η JP Morgan σε νέα της έκθεση, καθώς όπως τονίζει, αυξάνει το κόστος ιδίων κεφαλαίων στο 24%, με τις πιέσεις να μην αναμένεται να περιοριστούν σύντομα.
Ο COVD-19, όπως σημειώνει, εκτροχίασε το περιβάλλον για τις ελληνικές τράπεζες, και μαζί με αυτό και τη θετική επενδυτική της άποψη για τον κλάδο.
Με μειωμένη ορατότητα στις οικονομικές προοπτικές και τα σχέδια μείωσης των NPEs, η αγορά πλέον ζητά 2,2 φορές υψηλότερο κόστος ιδίων κεφαλαίων για τις μετοχές, το οποίο διαμορφώνεται στο 24% και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Η απότομη διακοπή της οικονομικής ανάπτυξης και η αλλαγή στο επενδυτικό κλίμα ήρθαν σε μία ιδιαίτερα δυσμενή χρονική στιγμή για τις τράπεζες όπως τονίζει, προκαλώντας καθυστέρηση στις διαδικασίες μείωσης των NPEs των τραπεζών και στο συνολικό story ανάκαμψης, ενώ μία παρατεταμένη κρίση θα μπορούσε να πλήξει τους ισολογισμούς. Πάντως τα μέτρα στήριξης ήταν ταχεία και αξιοσημείωτα και αυτό δίνει ελπίδα για μία σχετικά ταχεία ανάκαμψη για τον κλάδο με την προϋπόθεση ότι η οικονομική ανάκαμψη θα είναι τύπου V.
Πάντως, διατηρεί τη σύσταση “overweight” για όλες τις ελληνικές τράπεζες εκτός της Πειραιώς για την οποία έχει ουδέτερη σύσταση, ενώ οι τιμές-στόχοι διαμορφώνονται στα 1,10 ευρώ για την Alpha Bank, στα 0,70 ευρώ για τη Eurobank, στα 1,90 ευρώ για την Εθνική και στα 1,80 ευρώ για την Πειραιώς.
Όπως επισημαίνει η JP Morgan Cazenove, τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης που παρέχονται από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής αναμένεται να περιορίσουν τον αντίκτυπο από την κρίση της πανδημίας, με τις χαμηλές αποτιμήσεις οι οποίες σε όρους P/BV διαμορφώνονται στο μόλις 0,15x, να περιορίζουν δίχως αμφιβολία τον κίνδυνο περαιτέρω πτώσης των μετοχών των ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, καθώς προς το παρόν η ορατότητα γύρω από την κερδοφορία είναι μειωμένη, οι θετικοί καταλύτες περιορίζονται και η αμερικάνικη τράπεζα “κρατά” ως προτιμώμενες επιλογές της την Eurobank και την Εθνική Τράπεζα.
Όπως εξηγεί, το γεγονός ότι οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές διαπραγματεύονται με P/BV 0,15x σηματοδοτεί ένα de-rating της τάξης του 60% από το ξέσπασμα της κρίσης COVID-19, ενώ έχουν σημαντική υποαπόδοση έναντι των τραπεζών της περιοχής της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA), και διαπραγματεύονται με ανάλογη πτώση όπως αυτή των τραπεζών στην Ευρώπη. Όπως εκτιμάται, οι αγορές αποτιμούν δείκτη ROE των ελληνικών τραπεζών στο 3%, στο μισό από τα επίπεδα προ-πανδημίας.
Το κόστος κινδύνου, όπως εκτιμά, θα ασκήσει πιέσεις στον δείκτη ROTE, με τα οργανικά NPEs να αυξάνονται κατά 6 δισ. ευρώ το 2020-2022, ή περίπου 10% του τρέχοντος αποθέματος, ενώ θα καθυστερήσουν όλες οι προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις για το 2021 και μετά. Οι ελληνικές τράπεζες θα αγγίξουν την κορυφή στα κόστη κινδύνου το 2020, καταναλώνοντας το μεγαλύτερο μέρος των περιθωρίων στα προ προβλέψεων κέρδη, ενώ θα ακολουθήσει σταδιακή ανάκαμψη έως το 2022.
Την ίδια στιγμή, τα κέρδη προ προβλέψεων πιθανότατα θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές ανέπαφα καθώς ο νέος δανεισμός συνεχίζεται, ενώ θα σημειωθεί κάποια πίεση στα έσοδα από προμήθειες. Συνολικά, η JP Morgan μειώνει τις εκτιμήσεις για τις αποδόσεις του 2022 κατά περίπου 20% κατά μέσο όρο, με τον δείκτη ROTE να είναι ο υψηλότερος στην Eurobank στο 7,0% και ο χαμηλότερος την Πειραιώς στο 3,8%.
Αναθεωρεί σημαντικά τις προβλέψεις της για την ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2020 η Citi και πλέον εκτιμά ότι θα φτάσει το 7,8% από 1,4% που προέβλεπε πριν έναν μήνα. Πάντως, όπως σημειώνει το 2021 θα είναι ένα έτος ισχυρής ανάκαμψης με την ανάπτυξη να αγγίζει το 7,3%, ενώ η οικονομική δραστηριότητα θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα έως το δ’ τρίμηνο του επόμενου έτους.
Όπως σημειώνει η αμερικανική τράπεζα, η Ελλάδα έχει πληγεί σημαντικά λιγότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες από την κρίση COVID-19, με λιγότερα επιβεβαιωμένα κρούσματα και θανάτους ανά εκατομμύριο ανθρώπους (214 και 11, αντίστοιχα, σε σύγκριση με την Ιταλία όπου φτάνουν τα 3.000 και τα 400 αντίστοιχα). Έχουν εφαρμοστεί ήδη ορισμένα μέτρα περιορισμού, αλλά κρίνοντας από τους δείκτες ανίχνευσης κινητικότητας κινητών τηλεφώνων, οι μετακινήσεις των ανθρώπων είναι λιγότερο περιορισμένες από ό,τι αλλού.
Τα παραπάνω, σύμφωνα με την Citi, σημαίνουν μια λιγότερο απότομη μείωση της δραστηριότητας στο β’ τρίμηνο του 2020. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του ελληνικού ΑΕΠ. Με τις διεθνείς τουριστικές ροές πιθανότατα να δέχονται ισχυρό χτύπημα και αρκετά μεγαλύτερο από άλλες δραστηριότητες υπηρεσιών, η Ελλάδα θα υποστεί μια μακρύτερη περίοδο όπου η δραστηριότητα θα κινείται κάτω των “κανονικών” επιπέδων, που θα επεκταθεί πιθανώς μέχρι το τέλος του έτους, αν όχι έως το 2021.
Έτσι η Citi εκτιμά πως το ελληνικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά σχεδόν 8% το 2020 (7,8%) και θα ακολουθήσει μια ανάκαμψη περίπου 7% (7,3%) το 2021, ενώ αναμένει ότι η κανονικότητα στην οικονομική δραστηριότητα θα επιστρέψει έως το δ’ τρίμηνο του 2021.
Η αμερικάνικη τράπεζα προβλέπει επίσης αύξηση της ανεργίας στο 19% φέτος από 17,3% το 2019, και μικρή υποχώρηση στο 18,1% το 2021. Η εγχώρια ζήτηση θα κινηθεί με ρυθμούς της τάξης του -4,2%, ενώ σε αρνητικά επίπεδα και στο -4,9% θα κινηθεί η ιδιωτική κατανάλωση. Σημαντική της τάξης του 7,7% θα είναι η πτώση στις επενδύσεις, ενώ κατά 6% θα υποχωρήσουν οι εξαγωγές και κατά 7,2% οι εισαγωγές. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές ισοζύγιο της κυβέρνησης, το 2020 θα σημειώσει έλλειμμα 1,2% και το 2021 θα “γυρίσει” σε μικρό πλεόνασμα της τάξης του 1,6%.
Σε ό,τι αφορά τα spreads των ελληνικών ομολόγων έναντι της Γερμανίας, από τις 265 μονάδες βάσης περίπου σήμερα, στο β’ τρίμηνο θα σταθεροποιηθούν σε αυτά τα επίπεδα, στο γ ‘τρίμηνο θα κινηθούν στις 240 μ.β., το δ’ τρίμηνο στις 200 μ.β., ενώ στο α’ τρίμηνο του 2021 θα υποχωρήσουν στις 180 μ.β και το β’ και γ’ τρίμηνο του επομένου έτους θα κινηθούν στα επίπεδα των 170-160 μ.β.
Σημαντική δημοσιονομική ευελιξία
Η Citi τονίζει πάντως πως ο δημοσιονομικός χώρος θα παραμείνει άφθονος, παρά το υψηλό επίπεδο χρέους της Ελλάδας. Η ισχυρή νίκη της Νέας Δημοκρατία (στις εκλογές του προηγούμενου έτους υποδηλώνει ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι στη χώρα έχουν μειωθεί σημαντικά σε σχέση με μόλις πριν από μερικά χρόνια. Αυτό είναι πιθανό να επιτρέψει σημαντική δημοσιονομική ευελιξία στην Ελλάδα εν μέσω της κρίσης του COVID-19.
Ωστόσο, η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας παραμένει αδύναμη, και είναι απίθανο να υπερβεί το 1% ετησίως, λόγω των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες μεταρρύθμισης και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί κατά λιγότερο από ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης μέχρι στιγμής.
Η εγχώρια αποταμίευση παραμένει ανεπαρκής για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% από το 2007, καταλήγει η Citi η οποία εκτιμά πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά το σχήμα V που θα ακολουθήσει το 2020-2021, θα κινηθεί στο 2,3% το 2022 ενώ το 2023-2024 θα κινηθεί στα επίπεδα του 1,5%.
Η Airbus «αιμορραγεί μετρητά με πρωτόγνωρο ρυθμό»!
Η δραματική περιγραφή ανήκει στον διευθύνοντα σύμβουλο της ευρωπαϊκής αεροναυπηγικής εταιρείας.
Σε επιστολή του προς το προσωπικό, ο Γκιγιόμ Φορί, ανέφερε ότι η παραγωγή έχει πέσει κατά το ένα τρίτο και ότι αυτό δεν είναι καν το χειρότερο σενάριο που αντιμετωπίζει η Airbus.
Οι πάνω από 135.000 εργαζόμενοι του ευρωπαϊκού κολοσσού της αεροναυπηγικής πρέπει να είναι έτοιμοι για βαθιές περικοπές θέσεων εργασίας, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, προειδοποίησε ο Φορί.
Η Airbus έχει ήδη θέσει σε αναστολή σύμβασης εργασίας 3.000 εργαζόμενους στη Γαλλία.
Όμως, πληροφορίες αναφέρουν ότι η διοίκηση εξετάζει γενικότερο σχέδιο αναδιάρθρωσης προειδοποιώντας ότι τίθεται εν αμφιβόλω η ίδια η επιβίωση της εταιρείας.
Προέρχεται, άλλωστε, από μία δύσκολη χρονιά. Το 2019, παρόλο που κατέγραψε ρεκόρ πωλήσεων, τα αποτελέσματά της βρέθηκαν «στο κόκκινο», κυρίως εξαιτίας του «τσουχτερού» εξωδικαστικού διακανονισμού με τις αρχές της Γαλλίας, της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών που κατηγορούσαν την εταιρεία για δωροδοκίες και διαφθορά.
Επίσης, αναζητούνται πηγές χρηματοδότησης από τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων που πληττονται λόγω της πανδημίας.
kourdistoportocali